Ο Δικαιόπολις και η ατομική ειρήνη

Ο αριστοκρατικός Αριστοφάνης σκιτσάρισε στους Αχαρνής τη φιγούρα του μοναχικού πολίτη που επιδιώκει κατά τη διάρκεια των Πελοποννησιακών πολέμων, την σύναψη ατομικής ειρήνης με τους Σπαρτιάτες για τον ίδιο και την οικογένειά του. Ο Δικαιόπολις, εξαντλημένος απ’ τις μακροχρόνιες συρράξεις, θέλει να εξασφαλίσει την ατομική του ευτυχία, το ατομικό του status σ’ έναν κόσμο που μοιάζει με κινούμενη άμμο.

Γιατί στην Ελλάδα οι άνθρωποι ψήφιζαν ΠΑΣΟΚ; Και γιατί σήμερα ψηφίζουν ΣΥΡΙΖΑ; Είναι άραγε ο ίδιος κανόνας της μικρομεσαίας αυταπάτης που καθοδηγεί την κοινοβουλευτική επιλογή ; Αναμφίβολα και τα δύο κόμματα εξέφραζαν ένα ευρύ κοινωνικό δείγμα που η αποφασιστική ταξική του διαφοροποίηση εντοπιζόταν κυρίως σε οικονομικές παραμέτρους, δευτερευόντως στην πολιτική προέλευση και τελευταία στην καταγωγή. Άλλωστε τα τζάκια στη χώρα μας ήταν πάντοτε λίγα και σχεδόν πάντα συνδεδεμένα με την συντηρητική δεξιά.

Το κύριο κοινό τους χαρακτηριστικό ήταν ότι επρόκειτο για κόμματα συναίνεσης, η οποία στο μεν ΠΑΣΟΚ εκφράστηκε αρχικά με την «εθνική συμφιλίωση» που εκκρεμούσε σαν κοινωνική αξίωση από τα μετεμφυλιακά χρόνια, στον δε ΣΥΡΙΖΑ με την «κοινωνική συνοχή» που είχε αθεράπευτα διαρραγεί μετά τα αβάσταχτα μέτρα της μνημονιακής πολιτικής. Ένα άλλο κοινό τους χαρακτηριστικό ήταν η πολυσυλλεκτική τους συγκρότηση και το ακαθόριστο αριστερό στίγμα της επαγγελλόμενης πολιτικής τους. Επαγγελλόμενης, επειδή αρκούνταν και σχεδόν εξαντλούνταν στις προγραμματικές τους δηλώσεις, ενώ στη συνέχεια ανακάλυπταν την «τέχνη του εφικτού» και προσάρμοζαν σ’ αυτήν την πολιτική τους.

Για την απόδοση του μέτρου της αλήθειας, του ψεύδους και της συγκυρίας, το ΠΑΣΟΚ γνώρισε ευτυχέστερες εποχές από τον ΣΥΡΙΖΑ. Όταν τα εκλογικά ποσοστά του κυμαίνονταν ακόμη γύρω στο 12% (1977), το σοσιαλιστικό ΠΑΣΟΚ ανήκε στους αρνητές της ευρωπαϊκής ένωσης, άρνηση που αποτελούσε κοινό τόπο και για τους αριστερούς σχηματισμούς της εποχής εκείνης. Με την εκλογική του αυτοδυναμία (1981) μπόρεσε να δρέψει τους καρπούς μιας ένωσης στην οποία δεν είχε συναινέσει. Πακτωλοί κονδυλίων άρχισαν να εισρέουν στην ελληνική οικονομία. Οι αγρότες μετατράπηκαν σε μονοκαλλιεργητές βαμβακιού και ζούσαν από τις επιδοτήσεις της Ευρώπης. Πολυτελή εισαγόμενα τζιπ και σκυλάδικα εγκατεστημένα σε παράγκες στις παρυφές των πόλεων ανέλαβαν τον εκπολιτισμό της υπαίθρου και την διοχέτευση των χρημάτων στην παραοικονομία. Στο μεταξύ άπληστες ορδές μεσολαβητών διαχειρίζονταν τα πάντα. Συνεταιριστικές επιχειρήσεις που σύντομα οδηγούνταν σε πτώχευση, ανασυγκρότηση επιχειρήσεων για να οδηγηθούν πιο εύκολα στο οριστικό τους κλείσιμο (π.χ. ΜΙΝΙΟΝ), τεράστιες μίζες από την αγορά όπλων ή τεχνολογικού εξοπλισμού που παρέμενε αναξιοποίητος (π.χ. στα νοσοκομεία), μη κυβερνητικές οργανώσεις απροσδιόριστων σκοπών. Ούτε ένα κονδύλιο δεν δαπανήθηκε για την κοινωνία, για την απόκτηση τεχνογνωσίας, για την φορολογική δικαιοσύνη. Οι παράκτιες εταιρείες ανθούσαν για να αποφεύγεται η φορολόγηση του μεγάλου κεφαλαίου και οι Τράπεζες ανακάλυψαν ότι τα δάνεια -τα πιο επικίνδυνα, τα λιγότερο εγγυημένα- ήταν ο αυτοσκοπός της πολιτικής τους.

Το μεγαλύτερο όμως επίτευγμα του ΠΑΣΟΚ ήταν ότι κατάργησε οριστικά την ίδια την πολιτική διαφοροποίηση, έτσι που οι επιλογές του να μην έχουν πια ούτε τον ελάχιστο και απαραίτητο στον κοινοβουλευτισμό συγκρουσιακό χαρακτήρα και η περίφημη κοινωνική συναίνεση να έχει μετατραπεί στην απόλυτη αδιαφορία. Το ευρώ έγινε το όνειρο του μέσου μικροαστού, η άγρια μετανάστευση προς την χώρα μας και η ανασφάλιστη εργασία βασίστηκε τόσο στη συναίνεση των νεοφιλελεύθερων, που μιλούσαν για το «ελληνικό οικονομικό θαύμα», όσο και στην ακαθόριστη αλληλεγγύη των αριστερών προς τα «αδέλφια μας τους μετανάστες» και η διοργάνωση των πιο δαπανηρών ολυμπιακών αγώνων στη νεώτερη ιστορία δημιούργησε ακόμη και ρεύμα υποστηρικτικού εθελοντισμού.

Όλα όμως αυτά είναι και γνωστά και πολυσυζητημένα. Όπως γνωστό είναι ότι όλος ο ουσιαστικά ανύπαρκτος πλούτος (μισθοί που ξαφνικά μειώθηκαν, δάνεια που δεν μπορούσαν να εξοφληθούν, ανηλεής φορολόγηση, αυξήσεις του Φ.Π.Α. ή υπαγωγή νέων κατηγοριών επαγγελματιών στο καθεστώς του, αθρόες και χωρίς σχεδιασμό σε βάθος χρόνου συνταξιοδοτήσεις) ξεφούσκωσε απότομα και άφησε πίσω του τα ξεφτίδια μιας σταδιακά αυξανόμενης δυσαρέσκειας.

Και τότε ήρθε ο ΣΥΡΙΖΑ. Χωρίς πρόγραμμα όπως και όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις, εκτός εάν θεωρηθεί πρόγραμμα το πλάνο των πρώτων εκατό ημερών στην εξουσία που εξήγγειλε ο αρχηγός του στην Θεσσαλονίκη τον Σεπτέμβριο του 2014. Αλλά δεν μπορείς να τον κατηγορήσεις γι’ αυτό. Γιατί είναι αδύνατο το πολιτικό πρόγραμμα σε μια μη ανεξάρτητη χώρα, που επιπλέον δεν παράγει και τίποτα.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δοκιμάστηκε επιτυχώς σε τρεις συνεχείς εκλογικές αναμετρήσεις, όλες μέσα στον ίδιο χρόνο και όλες με διαφορετικό διακύβευμα. Στις 25/1/2015, η αναλογία με την κάθοδο του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του 1981 ήταν εντυπωσιακή. Η χαρισματική προσωπικότητα των αρχηγών τους, οι αναφορές και των δύο στην πρόσφατη ιστορία μας για να αντληθούν μηνύματα και ελπίδες, το σαρωτικό σύνθημα «αλλαγή» το 1981 και «τέρμα στα μνημόνια» το 2015, ακόμη και η μουσική αισθητική των συγκεντρώσεων – Carmina Burana το 1981 και Bella Ciao το 2015. Ας σημειωθεί ως προς την μουσική αισθητική ότι το επιλεγμένο τμήμα των Carmina Burana «ecce gratun et optatum» παρέπεμπε ευθέως στον προσωπολατρικό χαρακτήρα του ΠΑΣΟΚ, ενώ η κάπως «πειραγμένη» εκτέλεση του παρτιζάνικου Bella Ciao πλαισίωνε με το vibrato της το «ή ταν ή επί τας» της αντιμνημονιακής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ.

Μέχρι το δημοψήφισμα της 5/7/2015 όλοι πλέον -και οι πιο αφελείς και οι πιο καλόπιστοι- γνωρίζαμε ότι η Ευρώπη δεν αποτελεί ένα πεδίο λογικής διαπραγμάτευσης μεταξύ ισότιμων εταίρων, αλλά ένα κονκλάβιο αρχηγών και των δορυφόρων τους από τη μια (βλ. Γερμανία και χώρες νεοφώτιστες στο κερδοφόρο ευρωπαϊκό παιχνίδι σαν την Πολωνία ή την Λετονία), εταίρων που δεν κρύβουν εδώ και καιρό τις αποσχιστικές τους τάσεις (βλ. Αγγλία) και νοτιοευρωπαίων που περιμένουν τη σειρά τους για το σφαγείο. Το δημοψήφισμα είχε την ίδια μουσική υπόκρουση και το πανηγυρικό ΟΧΙ ήταν το ΟΧΙ ενός λαού που είχε βαρεθεί τις απειλές, τις αφόρητες πιέσεις, την αμείλικτη πολεμική του χρήματος και τις υστερικές τσιρίδες των εγχώριων ΜΜΕ που καλούσαν το ευρωπαϊκό μόρφωμα με επικεφαλής τον κ. Σόϊμπλε να «βαστάξει γερά!».

Το πώς αυτό το τελευταίο αποκαλείται στην ιστορία και την ηθική ενός λαού υπάρχουν ασφαλώς λέξεις για να το εκφράσουν, αλλά δεν είναι της παρούσης στιγμής. Το ζήτημα είναι ότι αυτές οι υστερίες οδήγησαν στο ΟΧΙ, σχεδόν σαν να το είχαν συμβουλεύσει και όχι σαν να είχαν προσπαθήσει να το αποτρέψουν. Το αμέσως επόμενο ζήτημα ήταν η ερμηνεία του ΟΧΙ. Ήταν άραγε η έκφραση της βούλησης για έξοδο από την Ευρώπη ή για μια προσπάθεια σύναψης ατομικής ειρήνης για τους Έλληνες μόνον, όπως αυτή που προσπάθησε ο Δικαιόπολις με τους Σπαρτιάτες;

Την απάντηση ανέλαβαν να δώσουν οι εκλογές της 20/9/2015. Σ’ αυτές ο ΣΥΡΙΖΑ, με ελάχιστα μειωμένες τις δυνάμεις του, αναδείχτηκε και πάλι ο νικητής των εκλογών και σχημάτισε με τους ΑΝΕΛ αυτοδύναμη κυβέρνηση. Το τρίτο και χειρότερο μνημόνιο εξασφάλισε την κοινοβουλευτική έγκριση της πλειοψηφίας και η νεφελώδης αριστερή πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ, εκφρασμένη από τον ΛΑΕ, όχι μόνον απέτυχε να μπει στη Βουλή αλλά και επέτρεψε στον ΣΥΡΙΖΑ να υιοθετήσει αναφανδόν την «τέχνη του εφικτού» και να γίνει αυτό που πάντα ήταν, ένα πολυσυλλεκτικό κόμμα του κεντρώου χώρου.

Δεν ήταν τυχαίο το σύνθημα των τελευταίων εκλογών «ξεμπερδεύουμε με το παλιό». Με τον νεποτισμό δηλαδή του κυρίαρχου δικομματικού συστήματος του ΠΑΣΟΚ και της Ν.Δ. Για να το αντικαταστήσουμε με το καινούργιο που διαθέτει μεν άφθαρτα πρόσωπα αλλά αντίστοιχη πολιτική. Η Ευρώπη παραμένει ο χώρος της αιχμαλωσίας μας και ό,τι «αριστερό» επιζεί στον ΣΥΡΙΖΑ εξαντλείται και αναλώνεται στις εξαγγελίες για την προστασία των φτωχών (μη εξυπηρετούμενα δάνεια, προστασία πρώτης κατοικίας κ.λ.π.). Ούτε λόγος για την προστασία της μεσαίας τάξης, των επαγγελματιών, εμπόρων και επιστημόνων, και όλων των παραγωγικών τάξεων που μπορούν μακροπρόθεσμα να στηρίξουν την οικονομία, ακόμα και την αυτάρκειά μας. Όταν όμως η Αριστερά εξαντλείται στη φιλανθρωπία, ξέρουμε ότι έχουμε χάσει και πάλι το παιχνίδι.

Στις τελευταίες εκλογές η μουσική υπόκρουση άλλαξε, αλλά και πάλι ψηφίσαμε ΣΥΡΙΖΑ. Υποστηρίχτηκε ότι ήταν ψήφος ανοχής. Μια μικρή πίστωση χρόνου μήπως και επεξεργαστεί κάποιο καινούργιο σχέδιο, μήπως βρει καινούργιο χρηματοδότη ή τον ανέλπιστο υπεραντλαντικό χθεσινό εχθρό και σήμερα σύμμαχο. Μήπως προφτάσουμε να διασώσουμε τις καταθέσεις και τις οικονομίες μιας ζωής. Και μέσα στον καθένα από μας τους ψηφοφόρους του, ένας μικρός Δικαιόπολις συνάπτει την ατομική του ειρήνη με το σύστημα, κάθε φορά που αποσπά από το ΑΤΜ τα 420,00 ευρώ την εβδομάδα και αθροίζει μαζί με αυτά την προσδοκία ότι κάποτε -δεν μπορεί!- θα τον ξεζουμίσει τον λογαριασμό του στην Τράπεζα!

Σχολιάστε