Αντισημιτισμός και σύγχρονες εφαρμογές του

Ο ευρωπαϊκός αντισημιτισμός υπήρξε μέχρι προ τινος ο ευρύτερα γνωστός ρατσισμός από τους πολλούς που γνώρισε η γηραιά ήπειρος. Από τα πογκρόμ της τσαρικής Ρωσίας μέχρι το ολοκαύτωμα του Μπάμπι Γιάρ στην Λευκορωσία και τα αναρίθμητα θύματα της γερμανικής θηριωδίας στη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, ο αντισημιτισμός δεν έπαψε ποτέ να αποτελεί το σκοτεινό υπόβαθρο όλων των διακρίσεων που εξακολουθούν να φωλιάζουν σε μια γωνιά της ευρωπαϊκής υπεροψίας.

Απ’ αυτήν την άποψη οι Εβραίοι συνεισέφεραν τα μέγιστα στον σχηματισμό και την διατήρηση κάποιων προτύπων για τον ρατσισμό, έτσι που να φαίνεται ότι η αντιμετώπισή του εξαντλείται στην νομική υποχρέωση σεβασμού της άλλης θρησκείας ή του άλλου πολιτισμού και λοιπά. Σαν να ήταν δυνατόν να άρεις ή έστω να περιορίσεις την καχυποψία με την εισαγωγή ενός νομοθετήματος. Αναφέρομαι βέβαια στις περισσότερες σύγχρονες ευρωπαϊκές νομοθεσίες, οι οποίες χαρακτηρίζουν ως έγκλημα τις ρατσιστικές αναφορές ανθρώπων ή ομάδων και επιβάλλουν ποινές για την παράβασή τους. Μπορεί όμως να καταργηθεί ο ρατσισμός όταν απλώς απαγορεύεται να προφέρουμε κάποιες λέξεις; Ή μήπως μπορεί να θεωρηθεί δημοκρατική η Ε.Ε. μόνο και μόνο επειδή ισχυρίζεται ότι είναι τέτοια;

Και ο ρατσισμός και ο αντιδημοκρατισμός συμμερίζονται ένα τουλάχιστον κοινό αίτιο ή ακόμα και χαρακτηριστικό. Τον αποκλεισμό ενός ατόμου, μιας κοινωνικής ομάδας ή ενός έθνους από την ελεύθερη και με ίσους όρους ανάπτυξή τους μέσα στο πλαίσιο μιας ευρύτερης ομάδας.

Θα θυμίσω για την ιστορία ότι στην μεσαιωνική Ευρώπη δεν επιτρεπόταν στους Εβραίους η απόκτηση γης, με αποτέλεσμα να αποκλείονται από την άσκηση των παραγωγικών δραστηριοτήτων της καλλιέργειας. Στη συνέχεια η ενασχόλησή τους με το εμπόριο, η συγκέντρωση κεφαλαίων και ο επικερδής δανεισμός, στα οποία επιδίδονταν με επιτυχία, τους ενέτασσε αυτόματα στην κατηγορία του «Οβριού τοκογλύφου». Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αντίστοιχα, η υποχρέωση των χωρών της περιφέρειας να απομακρύνονται από τις παραδοσιακές βιοτικές τους δραστηριότητες, να μην δημιουργούν οποιαδήποτε παραγωγική υποδομή και να δανείζονται διαρκώς, τις καθιστά ανίσχυρες απέναντι στις κερδοσκοπικές επιδρομές του ευρωπαϊκού πυρήνα και επιπλέον τις ενοχοποιεί ως μόνες υπεύθυνες για την χρεωκοπία τους.

Ο Εβραίος τότε και η Ελλάδα σήμερα, είναι δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα κοινωνικού αποκλεισμού, που δεν θεραπεύεται ούτε με την αναγνώριση του ολοκαυτώματος και την απαγόρευση των αντισημιτικών αναφορών -σε ό,τι αφορά τους Εβραίους- , ούτε με το αίτημα του εκδημοκρατισμού της Ευρώπης -σε ό,τι αφορά την Ελλάδα. Γιατί η ζημιά έχει γίνει και το δημοκρατικό έλλειμμα είναι αδύνατον να αποκατασταθεί, αν δεν αποκατασταθεί πρώτα η δικαιοσύνη και αν δεν αρθεί με πράξεις η δικαιολογημένη καχυποψία των πολιτών.

Η πολιτική συνήθως ψεύδεται, με σύμμαχο την πάντα ψευδόμενη οικονομία και η νομοθεσία νομιμοποιεί προσωρινά τα ψεύδη τους. Μόνον η τέχνη λέει τελικά την αλήθεια και κυρίως η λογοτεχνία, γιατί μέσα απ’ τις λέξεις της μπορείς να διακρίνεις μια εποχή και μια αντίληψη και να συνάγεις τις αναλογίες τους. Γι’ αυτό και είναι πάντα χρήσιμο να προσφεύγουμε σε αυτήν. Παραθέτω δύο αποσπάσματα χαρακτηριστικών συγγραφέων, τόπων και εποχών. Το θέμα είναι ο αντισημιτισμός, στο πρώτο σαν ρεβανσισμός και ξέσπασμα οργής, και στο δεύτερο σαν το καταστάλαγμα μιας καχυποψίας που σε μαθαίνει πώς να αποφεύγεις τις κακοτοπιές.

«…Δεν έχει ο Εβραίος μάτια, χέρια, όργανα, διαστάσεις, αισθήσεις, στοργή, πάθη, δεν τρέφεται με την ίδια τροφή, δεν πληγώνεται από τα ίδια όπλα, δεν αρρωσταίνει το ίδιο, δεν θεραπεύεται με τα ίδια φάρμακα, δεν ζεσταίνεται και δεν κρυώνει από τον ίδιο χειμώνα και το ίδιο καλοκαίρι όπως και ένας Χριστιανός; Αν μας τρυπήσεις δεν ματώνουμε; Αν μας γαργαλήσεις δεν γελάμε; Αν μας δηλητηριάσεις δεν παθαίνουμε; Και αν μας βλάψεις δεν θα εκδικηθούμε; Αν μοιάζουμε σε όλα τα υπόλοιπα θα μοιάζουμε και σ’ αυτό. Αν ένας Εβραίος βλάψει έναν Χριστιανό, ποια είναι η ταπεινοφροσύνη του; Η εκδίκηση; Αν ένας Χριστιανός βλάψει έναν Εβραίο ποια θα ήταν η αντίδρασή του σύμφωνα με το χριστιανικό παράδειγμα; Γιατί εκδίκηση; Την μοχθηρία που με διδάσκεις θα εφαρμόσω και θα είναι σκληρή, αλλά θα βελτιώσω τη διδαχή…» (Ουίλιαμ Σαίξπηρ, Ο Έμπορος της Βενετίας – Ο μονόλογος του Σάϋλοκ, μετ. της γράφουσας).

«…Ο Εβραίος δεν είναι βλάκας να κουβαλάει άδειο βαρέλι. Εδώ κάτι συμβαίνει θα πουν. Και θα τον πιάσουν τον Εβραίο, και θα τον δέσουν τον Εβραίο, και θα του πάρουν όλα τα λεφτά του Εβραίου και θα τον βάλουν μέσα τον Εβραίο. Γιατί ό,τι κακό γίνεται στον κόσμο στον Εβραίο τα κρεμάνε. Γιατί ο καθένας τον παίρνει για σκυλί τον Εβραίο. Όλοι πιστεύουν πως δεν είσαι άνθρωπος, αν είσαι Εβραίος…» (Νικολάι Γκόγκολ, Τάρας Μπούλμπα – τα λόγια του Γιάνκελ, εκδ. Γκοβόστης 1973, μετ. Άρης Αλεξάνδρου).

Τα δύο κείμενα είναι γραμμένα σε απόσταση διακοσίων πενήντα χρόνων περίπου μεταξύ τους, το πρώτο το 1596 στην Αγγλία και το δεύτερο το 1850 στη Ρωσία. Και είναι ίσως καιρός να καταλάβουμε, και κυρίως να αποδεχτούμε, ότι ο ρατσισμός δεν είναι απλή ανθρώπινη κακία που τιμωρείται διά νόμου. Αναπτύσσεται εκεί όπου απουσιάζει η δημοκρατία, η ελευθερία και η δικαιοσύνη. Ο σύγχρονος «αντισημιτισμός» της «δημοκρατικής» Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι η πρόθεσή της να αρνηθεί το πρόβλημα των προσφύγων, να κτίσει τείχη που θα προστατεύσουν το πολύτιμο «ευρωπαϊκό της κεκτημένο» και ν’ αφήσει τον σημερινό Εβραίο, την Ελλάδα δηλαδή, να ζήσει το ολοκαύτωμα -το δικό της και των προσφύγων- που κάποτε, όταν πια δεν θα έχει κανένα νόημα, θα αναγνωρίσει οπωσδήποτε η επίσημη ευρωπαϊκή ιστορία.

Ό,τι έγινε και με το Ολοκαύτωμα δηλαδή. Που αναγνωρίστηκε ως τέτοιο όταν η Ευρώπη θέλησε να ξεμπερδεύει με το αντισημιτικό της παρελθόν, για να επιδοθεί απερίσπαστη στην ίδρυση της μεγαλύτερης ιστορικής ουτοπίας, την ένωσή της. Και μακράν της ουτοπικής πρόθεσης που εμπεριέχεται αναγκαστικά σε όλα τα πολιτικά και κοινωνικά εγχειρήματα, όπως η πρόσφατη κίνηση DiEM25 του Γιάννη Βαρουφάκη, η Ευρωπαϊκή Ουτοπία είναι κυριολεκτική. Είναι ο «ου τόπος», γιατί δεν μπορείς να αναγνωρίσεις την ξεχωριστή της ταυτότητα σε κανένα εθνικό έδαφος.

Αυτό που μπορείς να αναγνωρίσεις είναι μόνον η επικυριαρχία μιας ευρωπαϊκής πρωτεύουσας, των Βρυξελλών, που ξεχύνει το αλαζονικό πλήθος των γραφειο-τεχνοκρατών της να σπείρει τον πανικό. Και για να ξαναθυμηθούμε την λογοτεχνία, πρόκειται για την Βιλέτ, τη χυδαία, επαρχιακή, μικρόψυχη πόλη που περιγράφει στο ομώνυμο βιβλίο της η Σαρλότ Μπροντέ.

Σχολιάστε