Απ’ τους άπιστους Φράγκους τίποτα μη ζητάτε!

Απ’ τους άπιστους Φράγκους λευτεριά μη ζητάτε!

Εκεί ζουν ηγεμόνες, που πουλούν κι αγοράζουν.

Με δικό σας τουφέκι και σπαθί πολεμάτε.

Αυτού θάβρετ’ ελπίδα, κι ό,τι θέλουν ας τάζουν.

Ζυγός Τούρκου με Φράγκου πονηριά σαν ταιριάσουν

την ασπίδα, όσο νάναι δυνατή, θα τη σπάσουν.

(Λόρδος Μπάϋρον, «Νησιά της Ελλάδας», μετ. Αργύρης Εφταλιώτης)

Ο Λόρδος Μπάυρον. Ωραίος, έκφυλος, αιμομίχτης, ριψοκίνδυνος, επαναστάτης, ταξιδευτής. Ο μύθος της Ελληνικής Επανάστασης, ο ομώνυμος λόχος της ΕΠΟΝ, αυτός που είχε το προνόμιο να πεθάνει νέος και ν’ αφήσει τα σπλάχνα του στην ελληνική γη του Μεσολογγίου πριν οδηγηθεί βαλσαμωμένος στον πατρικό του τάφο. Βαλσαμωμένος και πια ακίνδυνος στη γη των Φράγκων…

Τους αποκαλούσαμε κουτόφραγκους τους ευρωπαίους γενικά, παρασυρμένοι από τη φαινομενική αφέλεια των κανόνων τους που σκόνταφταν μπροστά στην ευρηματικότητα της δικής μας φτώχειας και της ανάγκης μας για επιβίωση. Αλλά αυτοί με υπομονή τρωκτικού ροκάνισαν και τον πλούτο και τη φτώχεια μας. Με σύμμαχο τον Ζυγό του Τούρκου έκλεψαν και λήστεψαν και κόσμησαν τα μουσεία τους με την ομορφιά των μαρμάρων μας. Ύστερα ονόμασαν τους κανόνες τους Ευρωπαϊκή Ένωση και τώρα μας κλέβουν εκποιώντας ό,τι απέμεινε από τη δημόσια περιουσία μας. Σχεδόν διακόσια χρόνια ζωής μετράει το νεώτερο ελληνικό κράτος και πάντα με τον Τούρκο και με τον Φράγκο παλεύει, με μια μικρή μόνον μετατόπιση. Τώρα πρόκειται για τον ζυγό του Φράγκου και για την πονηριά του Τούρκου.

Όπως πρόσφατα με το ασύλληπτο κύμα της προσφυγιάς. Φράγκοι και Τούρκοι συναγωνίζονται σε διπλωματικές επιδόσεις πάνω στο ελληνικό κουφάρι.

Αν κάτι αξίζει στην ποίηση είναι η παθιασμένη αποτύπωση της αλήθειας. Το δικό μας τουφέκι και το δικό μας σπαθί δεν αποτελούν απαραίτητα κυριολεξία. Κυριολεξία είναι ο ζυγός. Από τον οποίο κάποτε και με κάποιο τρόπο πρέπει να απαλλαγούμε.

Η Ιστορία αφηγείται, δεν αποδεικνύει

Το «ευρωπαϊκό κεκτημένο», προορισμένο ουσιαστικά για τις χώρες του πυρήνα της Ε.Ε. και χωρίς κανένα απολύτως νόημα για τους λαούς της περιφέρειάς της, μοιάζει να έχει μετατραπεί σε ευρωπαϊκό φιλοδώρημα για τους πρόσφυγες, ένα φιλοδώρημα που απαιτεί συνωστισμό μπροστά σε κλειστά σύνορα και επιλεκτική δημοσιοποίηση από τα ΜΜΕ διαφόρων συγκινητικών ιστοριών με άρρωστα παιδιά και οικογένειες που παλεύουν για την επανένωσή τους. Και ανεξάρτητα από την συγκινησιακή φόρτιση και την άνοδο της ακροαματικότητας που επιδιώκουν τέτοια ρεπορτάζ, αναμφίβολα οι ανθρώπινες ιστορίες υπάρχουν και δεν εξαντλούνται ούτε στα άρρωστα παιδιά ούτε στους γονείς τους.

Το ζήτημα είναι η ίδια η ιστορία και η δυνατότητα να αντληθούν ή όχι κανόνες για τα ιστορικά φαινόμενα από μια και μόνη ιστορική στιγμή. Με το να ζούμε μεταπολεμικά κάτω από την πνευματική ηγεμονία της Αριστεράς, αναγκαστήκαμε να αντικαταστήσουμε μια ορισμένη ηθική με μια άλλη που πλεονεκτούσε επειδή διέθετε την πολιτική κουλτούρα που δεν είχε -για παράδειγμα- η θρησκευτική φιλανθρωπία. Γιατί ο ελεήμονας χριστιανός, μουσουλμάνος ή ιουδαίος, ανέμενε την ανταμοιβή του στην επόμενη ζωή, ενώ ο αριστερός προσδοκούσε έναν κόσμο ισότητας και δικαιοσύνης σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο.

Θυμάμαι ότι στα φοιτητικά μου χρόνια ήμασταν πολιτικά αλληλέγγυοι και συμπαθούντες όλων ανεξαιρέτως των κινημάτων ή εξεγέρσεων όπου γης. Επρόκειτο για μια θεωρητική αλληλεγγύη που εξαντλούνταν σε υπογραφές συμπαράστασης και πολιτικές συγκεντρώσεις και ομιλίες. Ήταν η αριστερή κουλτούρα απέναντι στον συντηρητισμό, μέχρι που τον ενσωμάτωσε και η ίδια. Γιατί τι άλλο είναι ο συντηρητισμός αν όχι η άτολμη στράτευση για την καταπολέμηση των συνεπειών μιας κρίσης και όχι για την διαχείρισή της; Με άλλα λόγια πρόκειται και πάλι για την φιλανθρωπία απέναντι στην πολιτική και η Αριστερά διάλεξε -όπως φαίνεται- οριστικά την φιλανθρωπία.

Πάνω από 50.000 πρόσφυγες συνωστίζονται στα σύνορά μας με τα Σκόπια στην Ειδομένη, επιμένοντας να εισέλθουν στον ευρωπαϊκό παράδεισο, ο οποίος όμως είναι πλέον οριστικά απρόθυμος να τους δεχτεί. Ποια είναι άραγε η λύση; Να παραλείψεις να τους διασώσεις στο Αιγαίο; Ασφαλώς και κατηγορηματικά όχι. Να διακινδυνεύσεις την υγεία και την ασφάλεια του γηγενούς πληθυσμού; Επίσης όχι. Θα μπορούσε όμως να αποτελεί όρο παραμονής στην Ελλάδα η διαμονή των προσφύγων στα κέντρα που έχουν δημιουργηθεί. Αλλά αυτό αποτελεί μια πολιτική απόφαση αδιανόητη για την άτολμη αριστερή μας κυβέρνηση, η οποία στέκεται αβέβαιη μπροστά στην ερμηνεία της ιστορίας.

Γιατί ζούμε αναμφίβολα μια δραματική στιγμή της παγκόσμιας ιστορίας. Και είναι οπωσδήποτε πολύ νωρίς για την αποτίμηση των συνεπειών και των αιτίων αυτής της ασύλληπτης μετακίνησης πληθυσμών. Άκουσα πρόσφατα σε κάποιον τηλεοπτικό σταθμό να διατυπώνεται η άποψη ότι η μετακίνηση αυτή θα λύσει το δημογραφικό πρόβλημα της γερασμένης Ευρώπης και εντυπωσιάστηκα από την απλοϊκότητα της θέσης. Επειδή, δηλαδή, οι πρόσφυγες αποκτούν πολλά παιδιά και πολλοί νέοι εργαζόμενοι θα αντισταθμίσουν με τις εισφορές τους το οικονομικό κόστος των κοινωνικών και ασφαλιστικών παροχών, λύσαμε και το πρόβλημα. Οι Ευρωπαίοι όμως αποκτούν λίγα παιδιά επειδή επιλέγουν να απολαύσουν το «ευρωπαϊκό κεκτημένο», αυτό δηλαδή που σπεύδουν τελικά να απολαύσουν και οι πρόσφυγες.

Πώς θα λυθεί λοιπόν το πρόβλημα; Διότι οι πρόσφυγες, είτε θα αποτελέσουν ένα τεράστιο γκέτο στην Ευρώπη, όπου θα εξακολουθούν να ζουν με τους κανόνες της κοινωνίας προέλευσής τους, και θα καταναλώνουν οι ίδιοι την ωφέλεια που θα παράγουν με την μορφή των χορηγούμενων σε αυτούς επιδομάτων, παροχών, εκπαίδευσης, υγείας κ.λ.π., είτε θα ενσωματωθούν στις κοινωνίες υποδοχής τους και σύντομα θα αποκτούν και αυτοί λιγότερα παιδιά.

Τέτοιου είδους θέσεις απηχούν στην πραγματικότητα την διαρκή καταστρατήγηση της ιστορίας, αφού την χρησιμοποιούν για αυθαίρετη συναγωγή συμπερασμάτων. Είναι αυτό που λέει ο Πιραντέλλο, αντιγράφοντας τον Ρωμαίο ρήτορα του 1ου μ.Χ. αιώνα Κουϊντιλιανό : «η ιστορία μπορεί να διηγείται όχι όμως και να αποδεικνύει». Είναι γνωστές οι θέσεις του Γίββωνα και της ογκώδους Ρωμαϊκής του Ιστορίας, ή αυτές του Ένγκελς στην Καταγωγή της οικογένειας. Κάθε ιστορική κάθοδος πληθυσμών (οι βάρβαροι στη Ρώμη, οι Δωριείς στον ελλαδικό χώρο κ.λ.π.) ερμηνεύεται ως ζωτικής σημασίας ενίσχυση των γηγενών πληθυσμών.

Απόδειξη όμως σημαίνει ότι μπορεί με κάποιο τρόπο να διαπιστωθεί ποια θα ήταν η κατάσταση των γηγενών πληθυσμών χωρίς την ανάμειξή τους με τους εισβολείς. Ή ακόμη αν ήταν άμεση η ανάμειξή τους ή αν εξακολουθούσαν και για πόσο να αποτελούν χωριστές κοινότητες.

Η ιστορία δεν μπορεί να αποδείξει τίποτα. Είναι αφήγηση γι’ αυτό που συμβαίνει και οφείλει να διατηρηθεί ως αφήγηση. Αυτή τη στιγμή συμβαίνει μια μεγάλης έκτασης μετακίνηση πληθυσμών και δεν ενδιαφέρει καθόλου οποιαδήποτε ερμηνεία για την πιθανή εξέλιξη της Ευρώπης από την μόνιμη παραμονή των προσφύγων στο έδαφός της ή από την ενσωμάτωσή τους ή την γκετοποίησή τους κ.λ.π. Δεν ανήκει στο ιστορικό γεγονός ούτε η ηθική δικαιολόγησή του ούτε η αβέβαιη εικασία για την επίδραση του γεγονότος στο μέλλον.

Στο ιστορικό γεγονός μπορεί να ενταχθεί μόνον η ερμηνεία των αιτίων του, τα οποία είναι άλλωστε λίγο ως πολύ γνωστά. Είναι η καταστροφή των χωρών προέλευσης των προσφύγων από εμφύλιους πολέμους, τους οποίους είτε προκάλεσαν είτε ενίσχυσαν οι χώρες του πυρήνα της Ε.Ε., η Ρωσία και οι Η.Π.Α., η εξάπλωση του ισλαμικού κράτους, οι σύγχρονοι δουλέμποροι-διακινητές και τα κέρδη τους, η δυτική πολιτική που δεν μπορεί πια να αντιμετωπίσει το τέρας που δημιούργησε.

Στο ιστορικό γεγονός εντάσσεται επίσης και η άμεση πρόβλεψη για τον κίνδυνο στην κοινωνική συνοχή και το αίσθημα της ασφάλειας, που οφείλει να αντιμετωπίζεται με κανόνες. Στον ελληνικό πολιτισμό ο ξένος είναι ιερό πρόσωπο που δικαιούται όχι μόνον να παίρνει βοήθεια, αλλά και να την αξιώνει. Όμως η επιλογή να συνωστίζονται χιλιάδες πρόσφυγες στα σύνορα της απρόθυμης Ευρώπης, σε ελληνικό όμως έδαφος, δεν μπορεί να αποτελεί αξίωση, την ίδια στιγμή που η χώρα μας δεν μπορεί ούτε καν να υποστηρίξει τους δικούς της πολίτες, τους νέους ανθρώπους που αναζητούν την τύχη τους στις ισχυρές χώρες της Ευρώπης.

Υπάρχει εδώ χώρος να μιλήσεις για πολιτική; Χώρος για να ασκήσεις πολιτική;

28 Φεβρουαρίου-Μία έντιμη ημέρα γιόρτης

Η 8η Μαρτίου κάθε χρονιάς είναι, ως γνωστόν, η ημέρα της γυναίκας. Από τα παιδάκια στο νηπιαγωγείο και τις κακότεχνες ζωγραφιές τους, που για κάποιο λόγο κοσμούν πανομοιότυπα τα γραφεία των μητέρων υπαλλήλων όλων των δημοσίων υπηρεσιών, μέχρι τους καλλιτέχνες, τους πολιτικούς, τις φεμινιστικές οργανώσεις, το ραδιόφωνο, την τηλεόραση και βέβαια το διαδίκτυο, η γυναίκα εορτάζεται και τιμάται με πλήθος αναφορών, αφιερωμάτων και εκπομπών, ως η Αγία Εκπεσούσα Πλευρά του πρωτανθρώπου.

Το παγκόσμιο χωριό κατασκευάζει από χρόνια τώρα το δικό του πολιτικό εορτολόγιο για να τιμά τους αγίους του και να κατασκευάζει τους μύθους του. Η ημέρα της γυναίκας, της μητέρας, του παιδιού, του πρόσφυγα, η ημέρα κατά των φυλετικών διακρίσεων και των βασανιστηρίων, η ημέρα της φάλαινας, της αρκούδας και δεν ξέρω πόσες άλλες, χωρίζουν τον πραγματικό χρόνο σε μάταιους όσο και ανώδυνους συμβολισμούς. Μαζί τους και στις ίδιες μέρες συνωστίζονται άγιοι, όσιοι και ασκητές, οι περισσότεροι λησμονημένοι και σαρωμένοι απ’ την ανθρώπινη μνήμη, που καμμιά φορά ζωντανεύουν σ’ ένα σπάνιο όνομα που κυκλώνει τη μέρα της γιορτής του στο ημερολόγιο.

Όπως και οι γιορτές των αγίων έτσι και οι πολιτικές γιορτές έχουν πάντα σαν στόχο την εξύμνηση της μιας και μόνης θεότητας, που στην δεύτερη περίπτωση είναι το υποτιθέμενο τρίπτυχο «ελευθερία-ισότητα-αδελφοσύνη», που μας κληροδότησε η Γαλλική Επανάσταση και που σήμερα μεταφράζεται ως «προστασία ατομικών δικαιωμάτων-ίσες ευκαιρίες για όλους-προστασία απειλούμενων ειδών». Η αδελφοσύνη παραμένει αμετάφραστη, γιατί η κανονική της απόδοση «αλληλεγγύη των ίσων» έχει ξεπέσει από καιρό στην ιδιοτελή και αδιαφανή φιλανθρωπία των ΜΚΟ.

Δεν ξέρω πού μπορεί να ενταχθεί η ημέρα της γυναίκας. Στα προστατευόμενα είδη ή στην υποτιθέμενη ισότητα των φύλων, με την ετήσια απαρίθμηση των ποσοστώσεων που αφορούν τη συμμετοχή των γυναικών στον δημόσιο βίο, τουλάχιστον στις δυτικές κοινωνίες. Γιατί στις κοινωνίες του τρίτου και του αναπτυσσόμενου κόσμου, η 8η Μαρτίου κυλά όπως και οι υπόλοιπες μέρες του χρόνου. Με υπερβολικά πολλές γεννήσεις, με θνησιμότητα, με εξοντωτική υποαμειβόμενη εργασία, η οποία όμως κάνει ανταγωνιστικά τα προϊόντα των επιχειρήσεων που επιλέγουν τις χώρες αυτές ως έδρα της παραγωγής τους. Οι δυτικές γυναίκες γιορτάζουν τη μέρα που τους αναλογεί ντυμένες με ρούχα που έραψαν αυτές που ούτε γιορτάζουν ούτε γνωρίζουν τίποτα για τη γιορτή.

Με άλλα λόγια το ζήτημα δεν είναι ούτε οι γυναίκες ούτε οι άντρες. Είναι ο αδηφάγος παγκόσμιος πλούτος που απονέμει στα θύματά του γιορτές, όπως οι θρησκευτικές σύνοδοι καταμετρούσαν μαρτύρια και θαύματα και σκάρωναν αγιοποιήσεις, πολύτιμες για την οικονομία και τότε όπως και τώρα. Και όλη η παγκόσμια φιλολογία της γιορτής μόνον σε κλίμακα αλλάζει, μεγεθύνοντας απλώς την παράγκα με τα μπιχλιμπίδια που στήνεται στα πανηγύρια των αγίων.

Όταν τα χριστιανικά δόγματα αναγκάστηκαν να σημειώσουν κάποιες υποχωρήσεις στην βασιλεία του τρόμου που ασκούσαν στους πιστούς, προχώρησαν σε μια γενναιόδωρη ερμηνεία της Αγίας Πλευράς. Με άλλα λόγια, η επιλογή της πλευράς του Αδάμ δεν καθιστούσε πια τη γυναίκα υποδεέστερη, αλλά σχετικά ίση, εφόσον είχε επιλεγεί από τον Δημιουργό η μέση του σώματος του αρχετύπου. Έχουμε όμως μια πολύ πιο μακρά θρησκευτική παράδοση από την χριστιανική. Η Αθηνά γεννήθηκε απ’ το κεφάλι του Δία και η σοφία της οργανώνει αιώνες τώρα την επιβίωσή μας μέσα απ’ τις πιο αντίξοες συνθήκες.

Και αν οι γυναίκες δεν μεγαλούργησαν στην τέχνη και την επιστήμη, όπως αιώνες τώρα τούς καταμαρτυρείται, είναι γνωστοί οι λόγοι. Ο οικιακός εγκλεισμός τους, η ανατροφή των παιδιών και βέβαια η διαφορετική ερμηνεία της πλευράς του Αδάμ. Γι’ αυτό και οι εξαιρέσεις δεν επιβεβαιώνουν εδώ τον κανόνα. Αντίθετα μάλιστα, δημιουργούν έναν ξεχωριστό κανόνα. Η Ασπασία, η μυθική Λυσιστράτη, η νεοπλατωνική Υπατία, η βυζαντινή ποιήτρια Κασσιανή, η φιλόσοφος Χίλντεγκαρντ του Μπίνγκεν, η ιστορικός Άννα Κομνηνή, η συνθέτρια Κλάρα Σούμαν, που οκτώ γέννες την έκαναν να αναστείλει το συνθετικό της έργο, η επίσης συνθέτρια Φάννυ Μέντελσον, η συγγραφέας Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, και τόσες άλλες, συνθέτουν όχι τον κανόνα της ισότητας, που είναι άλλωστε αυτονόητη, αλλά της υιοθέτησης ενός ρόλου που οδηγούσε στον αποκλεισμό τους από άλλα επιτεύγματα.

Δεν συνεισφέρουν τίποτα οι παγκόσμιες πολιτικές γιορτές. Αφορούν τους επαγγελματίες της στατιστικής και των διοργανώσεων και ταπεινώνουν με τον αποκλεισμό που εξακολουθούν να υπαινίσσονται και να εισάγουν. Χωρίς την ημέρα της γυναίκας, οι γυναίκες δεν θα έχαναν τίποτα. Θα έχαναν μόνον αυτοί που ζουν απ’ τα παγκόσμια πανηγύρια. Και αν θέλουμε σώνει και καλά μια πολιτική γιορτή για τα πάντα, μια καλή ημέρα θα ήταν η 29η Φεβρουαρίου. Που έχει και το πλεονέκτημα να μην μας τα ζαλίζει κάθε χρόνο.

Αντισημιτισμός και σύγχρονες εφαρμογές του

Ο ευρωπαϊκός αντισημιτισμός υπήρξε μέχρι προ τινος ο ευρύτερα γνωστός ρατσισμός από τους πολλούς που γνώρισε η γηραιά ήπειρος. Από τα πογκρόμ της τσαρικής Ρωσίας μέχρι το ολοκαύτωμα του Μπάμπι Γιάρ στην Λευκορωσία και τα αναρίθμητα θύματα της γερμανικής θηριωδίας στη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, ο αντισημιτισμός δεν έπαψε ποτέ να αποτελεί το σκοτεινό υπόβαθρο όλων των διακρίσεων που εξακολουθούν να φωλιάζουν σε μια γωνιά της ευρωπαϊκής υπεροψίας.

Απ’ αυτήν την άποψη οι Εβραίοι συνεισέφεραν τα μέγιστα στον σχηματισμό και την διατήρηση κάποιων προτύπων για τον ρατσισμό, έτσι που να φαίνεται ότι η αντιμετώπισή του εξαντλείται στην νομική υποχρέωση σεβασμού της άλλης θρησκείας ή του άλλου πολιτισμού και λοιπά. Σαν να ήταν δυνατόν να άρεις ή έστω να περιορίσεις την καχυποψία με την εισαγωγή ενός νομοθετήματος. Αναφέρομαι βέβαια στις περισσότερες σύγχρονες ευρωπαϊκές νομοθεσίες, οι οποίες χαρακτηρίζουν ως έγκλημα τις ρατσιστικές αναφορές ανθρώπων ή ομάδων και επιβάλλουν ποινές για την παράβασή τους. Μπορεί όμως να καταργηθεί ο ρατσισμός όταν απλώς απαγορεύεται να προφέρουμε κάποιες λέξεις; Ή μήπως μπορεί να θεωρηθεί δημοκρατική η Ε.Ε. μόνο και μόνο επειδή ισχυρίζεται ότι είναι τέτοια;

Και ο ρατσισμός και ο αντιδημοκρατισμός συμμερίζονται ένα τουλάχιστον κοινό αίτιο ή ακόμα και χαρακτηριστικό. Τον αποκλεισμό ενός ατόμου, μιας κοινωνικής ομάδας ή ενός έθνους από την ελεύθερη και με ίσους όρους ανάπτυξή τους μέσα στο πλαίσιο μιας ευρύτερης ομάδας.

Θα θυμίσω για την ιστορία ότι στην μεσαιωνική Ευρώπη δεν επιτρεπόταν στους Εβραίους η απόκτηση γης, με αποτέλεσμα να αποκλείονται από την άσκηση των παραγωγικών δραστηριοτήτων της καλλιέργειας. Στη συνέχεια η ενασχόλησή τους με το εμπόριο, η συγκέντρωση κεφαλαίων και ο επικερδής δανεισμός, στα οποία επιδίδονταν με επιτυχία, τους ενέτασσε αυτόματα στην κατηγορία του «Οβριού τοκογλύφου». Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αντίστοιχα, η υποχρέωση των χωρών της περιφέρειας να απομακρύνονται από τις παραδοσιακές βιοτικές τους δραστηριότητες, να μην δημιουργούν οποιαδήποτε παραγωγική υποδομή και να δανείζονται διαρκώς, τις καθιστά ανίσχυρες απέναντι στις κερδοσκοπικές επιδρομές του ευρωπαϊκού πυρήνα και επιπλέον τις ενοχοποιεί ως μόνες υπεύθυνες για την χρεωκοπία τους.

Ο Εβραίος τότε και η Ελλάδα σήμερα, είναι δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα κοινωνικού αποκλεισμού, που δεν θεραπεύεται ούτε με την αναγνώριση του ολοκαυτώματος και την απαγόρευση των αντισημιτικών αναφορών -σε ό,τι αφορά τους Εβραίους- , ούτε με το αίτημα του εκδημοκρατισμού της Ευρώπης -σε ό,τι αφορά την Ελλάδα. Γιατί η ζημιά έχει γίνει και το δημοκρατικό έλλειμμα είναι αδύνατον να αποκατασταθεί, αν δεν αποκατασταθεί πρώτα η δικαιοσύνη και αν δεν αρθεί με πράξεις η δικαιολογημένη καχυποψία των πολιτών.

Η πολιτική συνήθως ψεύδεται, με σύμμαχο την πάντα ψευδόμενη οικονομία και η νομοθεσία νομιμοποιεί προσωρινά τα ψεύδη τους. Μόνον η τέχνη λέει τελικά την αλήθεια και κυρίως η λογοτεχνία, γιατί μέσα απ’ τις λέξεις της μπορείς να διακρίνεις μια εποχή και μια αντίληψη και να συνάγεις τις αναλογίες τους. Γι’ αυτό και είναι πάντα χρήσιμο να προσφεύγουμε σε αυτήν. Παραθέτω δύο αποσπάσματα χαρακτηριστικών συγγραφέων, τόπων και εποχών. Το θέμα είναι ο αντισημιτισμός, στο πρώτο σαν ρεβανσισμός και ξέσπασμα οργής, και στο δεύτερο σαν το καταστάλαγμα μιας καχυποψίας που σε μαθαίνει πώς να αποφεύγεις τις κακοτοπιές.

«…Δεν έχει ο Εβραίος μάτια, χέρια, όργανα, διαστάσεις, αισθήσεις, στοργή, πάθη, δεν τρέφεται με την ίδια τροφή, δεν πληγώνεται από τα ίδια όπλα, δεν αρρωσταίνει το ίδιο, δεν θεραπεύεται με τα ίδια φάρμακα, δεν ζεσταίνεται και δεν κρυώνει από τον ίδιο χειμώνα και το ίδιο καλοκαίρι όπως και ένας Χριστιανός; Αν μας τρυπήσεις δεν ματώνουμε; Αν μας γαργαλήσεις δεν γελάμε; Αν μας δηλητηριάσεις δεν παθαίνουμε; Και αν μας βλάψεις δεν θα εκδικηθούμε; Αν μοιάζουμε σε όλα τα υπόλοιπα θα μοιάζουμε και σ’ αυτό. Αν ένας Εβραίος βλάψει έναν Χριστιανό, ποια είναι η ταπεινοφροσύνη του; Η εκδίκηση; Αν ένας Χριστιανός βλάψει έναν Εβραίο ποια θα ήταν η αντίδρασή του σύμφωνα με το χριστιανικό παράδειγμα; Γιατί εκδίκηση; Την μοχθηρία που με διδάσκεις θα εφαρμόσω και θα είναι σκληρή, αλλά θα βελτιώσω τη διδαχή…» (Ουίλιαμ Σαίξπηρ, Ο Έμπορος της Βενετίας – Ο μονόλογος του Σάϋλοκ, μετ. της γράφουσας).

«…Ο Εβραίος δεν είναι βλάκας να κουβαλάει άδειο βαρέλι. Εδώ κάτι συμβαίνει θα πουν. Και θα τον πιάσουν τον Εβραίο, και θα τον δέσουν τον Εβραίο, και θα του πάρουν όλα τα λεφτά του Εβραίου και θα τον βάλουν μέσα τον Εβραίο. Γιατί ό,τι κακό γίνεται στον κόσμο στον Εβραίο τα κρεμάνε. Γιατί ο καθένας τον παίρνει για σκυλί τον Εβραίο. Όλοι πιστεύουν πως δεν είσαι άνθρωπος, αν είσαι Εβραίος…» (Νικολάι Γκόγκολ, Τάρας Μπούλμπα – τα λόγια του Γιάνκελ, εκδ. Γκοβόστης 1973, μετ. Άρης Αλεξάνδρου).

Τα δύο κείμενα είναι γραμμένα σε απόσταση διακοσίων πενήντα χρόνων περίπου μεταξύ τους, το πρώτο το 1596 στην Αγγλία και το δεύτερο το 1850 στη Ρωσία. Και είναι ίσως καιρός να καταλάβουμε, και κυρίως να αποδεχτούμε, ότι ο ρατσισμός δεν είναι απλή ανθρώπινη κακία που τιμωρείται διά νόμου. Αναπτύσσεται εκεί όπου απουσιάζει η δημοκρατία, η ελευθερία και η δικαιοσύνη. Ο σύγχρονος «αντισημιτισμός» της «δημοκρατικής» Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι η πρόθεσή της να αρνηθεί το πρόβλημα των προσφύγων, να κτίσει τείχη που θα προστατεύσουν το πολύτιμο «ευρωπαϊκό της κεκτημένο» και ν’ αφήσει τον σημερινό Εβραίο, την Ελλάδα δηλαδή, να ζήσει το ολοκαύτωμα -το δικό της και των προσφύγων- που κάποτε, όταν πια δεν θα έχει κανένα νόημα, θα αναγνωρίσει οπωσδήποτε η επίσημη ευρωπαϊκή ιστορία.

Ό,τι έγινε και με το Ολοκαύτωμα δηλαδή. Που αναγνωρίστηκε ως τέτοιο όταν η Ευρώπη θέλησε να ξεμπερδεύει με το αντισημιτικό της παρελθόν, για να επιδοθεί απερίσπαστη στην ίδρυση της μεγαλύτερης ιστορικής ουτοπίας, την ένωσή της. Και μακράν της ουτοπικής πρόθεσης που εμπεριέχεται αναγκαστικά σε όλα τα πολιτικά και κοινωνικά εγχειρήματα, όπως η πρόσφατη κίνηση DiEM25 του Γιάννη Βαρουφάκη, η Ευρωπαϊκή Ουτοπία είναι κυριολεκτική. Είναι ο «ου τόπος», γιατί δεν μπορείς να αναγνωρίσεις την ξεχωριστή της ταυτότητα σε κανένα εθνικό έδαφος.

Αυτό που μπορείς να αναγνωρίσεις είναι μόνον η επικυριαρχία μιας ευρωπαϊκής πρωτεύουσας, των Βρυξελλών, που ξεχύνει το αλαζονικό πλήθος των γραφειο-τεχνοκρατών της να σπείρει τον πανικό. Και για να ξαναθυμηθούμε την λογοτεχνία, πρόκειται για την Βιλέτ, τη χυδαία, επαρχιακή, μικρόψυχη πόλη που περιγράφει στο ομώνυμο βιβλίο της η Σαρλότ Μπροντέ.

Ο εμπρησμός του Reichstag και ο Ρόμπερτ Μούζιλ

Τον Φεβρουάριο του 1933 και ενώ επέκειντο οι εκλογές του Μαρτίου του ίδιου έτους που ανέδειξαν τον Χίτλερ και το ναζιστικό κόμμα ως την κυρίαρχη πολιτική δύναμη στο γερμανικό κοινοβούλιο, ξέσπασε η πυρκαγιά στο Reichstag. Πολλά έχουν λεχθεί και γραφτεί από τότε. Η πυρκαγιά θεωρήθηκε από τους ναζί ως συνωμοσία ανατροπής και οδήγησε στην κήρυξη ως παρανόμου του γερμανικού κομμουνιστικού κόμματος και στη σύλληψη των βουλευτών και πολλών επιφανών μελών του. Από τους κομμουνιστές αντίστροφα θεωρήθηκε ως συνωμοσία των ναζί για να τεθεί το κόμμα εκτός του πολιτικού παιχνιδιού και να επιτευχθεί τελικά η άνετη εκλογική νίκη των εθνικοσοσιαλιστών που κατέλυσε την βραχύβια Δημοκρατία της Βαϊμάρης (1919-1933).
Ανάμεσα σ’ αυτούς που συνελήφθησαν, αλλά αθωώθηκαν τελικά, ήταν και ο επικεφαλής της Κομιντέρν, Δημητρώφ. Ο μόνος που καταδικάστηκε και αποκεφαλίστηκε ήταν ο Ολλανδός Martinus Van Der Lubbe, ένα αμφιλεγόμενο πρόσωπο, εργάτης και προλετάριος, πρώην στέλεχος του ολλανδικού κομμουνιστικού κόμματος, ο οποίος υποστήριξε από την αρχή ότι ήταν ο αυτουργός και ότι είχε πράξει με δική του πρωτοβουλία. Μόνο και μόνο για την ιστορία, αξίζει να αναφερθεί ότι όλοι πήραν τις αποστάσεις τους απ’ αυτό το πρόσωπο. Οι Ολλανδοί κομμουνιστές είπαν ότι ήταν παράφρων και ο Δημητρώφ στην απολογία του αμφισβήτησε επίμονα ότι είχε βρεθεί πάνω του ταυτότητα μέλους του κόμματος. Το σίγουρο ήταν ότι ήταν πολύ νέος, 20-22 ετών, ότι είχε χάσει την όρασή του από το ένα μάτι και ότι σαν πραγματικός προλετάριος τριγυρνούσε σε μια Ευρώπη τσακισμένη απ’ την διεθνή οικονομική κρίση του 1929, αναζητώντας ίσως δουλειά και μια μικρή ελπίδα. Και αυτό το γεγονός έχει τη σημασία του και τις διαχρονικές του αναλογίες.
Ο Van Der Lubbe αποκεφαλίστηκε, αλλά αποκαταστάθηκε από μεταγενέστερα γερμανικά δικαστήρια, από την βαθειά γερμανική ενοχή των μεταπολεμικών χρόνων και τον ιδιότυπο γερμανικό ιδεαλισμό που ανάγει τα πάντα σε θεωρητικές φόρμες και μπορεί να οδηγήσει στη λογική δικαίωση του παραδόξου. Η μεταθανάτια δικαίωση του νεαρού εργάτη είναι ένα από αυτά, όπως ήταν και η «τελική λύση» που εφαρμόστηκε με χειρουργική ακρίβεια από τον Άιχμαν για να αντιμετωπίσει τον «υπερπληθυσμό» στα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Κάτι που έμεινε στην ιστορία από την Χάνα Άρεντ με τον όρο «η κοινοτοπία του κακού». Αν και προσωπικά δεν συντάσσομαι απόλυτα με τον όρο αυτό, εξηγεί και αποδίδει εντούτοις τον ιδεαλισμό μιας τάξης ανθρώπων που, με δημοσιοϋπαλληλική επάρκεια, διαχειρίζονται και ολοκληρώνουν το έργο που τούς έχει ανατεθεί. Τη μεταθανάτια αποκατάσταση του Ολλανδού εργάτη ή την λειτουργία των κρεματορίων.
Στην ιστορία όμως, έχει σημασία η αναλογία και ο τρόπος που ο ολοκληρωτισμός σου χτυπάει κάθε φορά την πόρτα. Λίγες μέρες μετά την πυρκαγιά του Reichstag, ανακοινώθηκαν από τον Γκαίμπελς τα μέτρα έκτακτης ανάγκης που έπρεπε να ληφθούν εν όψει της «κομμουνιστικής συνωμοσίας». Δηλαδή η θέση εκτός νόμου του κομμουνιστικού κόμματος και η αναστολή της ελευθερίας του τύπου και άλλων ατομικών ελευθεριών. Οι Γερμανοί πολίτες αμφιταλαντεύτηκαν. «Αν επρόκειτο για συνωμοσία, τότε ίσως όλα τα μέτρα να ήταν δικαιολογημένα».
Αντιγράφω από τα Ημερολόγια του Ρόμπερτ Μούζιλ (περ. ΔΕΝΤΡΟ τ. 23, 1981, απόδοση Τ. Χυτήρης, σελ. 73) :
«Η ελευθερία του τύπου, της έκφρασης, της συνείδησης, ο σεβασμός στον άνθρωπο κλπ., όλα δηλαδή τα βασικά φιλελεύθερα δικαιώματα του πολίτη, τώρα καταργήθηκαν χωρίς να ντραπεί ιδιαίτερα κανένας, αντίθετα θα έλεγα ότι ο πολύς ο κόσμος ούτε καν ταράχτηκε. Το δέχτηκαν όλοι όπως δεχόμαστε μια κακοκαιρία. Ο μέσος πολίτης δεν αισθάνεται ακόμα το κτύπημα. Θα μπορούσαμε να είμαστε βαθιά απογοητευμένοι απ’ όλα αυτά, πιο σωστό όμως είναι το συμπέρασμα ότι κανένας δεν δίνει ιδιαίτερη προσοχή για την κατάργηση αυτών των αξιών. Και είναι πράγματι έτσι. Η πειθαρχία του φασισμού είναι κυριολεκτικά μια πράξη που θέτει σε δοκιμασία τη διαίσθηση των μαζών. Από εδώ ξεκινάει και ο σημερινός συλλογικός άνθρωπος : Το άτομο αρχίζει να αναγνωρίζεται και επιζητά να οδηγηθεί από κάποιον, να υποστηριχθεί, να γίνει κατανοητό, να συμπεριληφθεί και να εγκλειστεί».
Τότε ήταν η οικονομική κρίση του 1929 και τώρα η οικονομική κρίση του 2008-2010. Τότε ήταν ο ναζιστικός ολοκληρωτισμός και τώρα η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Τότε ήταν υπό διωγμό το κομμουνιστικό κόμμα και τώρα αποδυναμώνεται κάθε προσπάθεια πραγμάτωσης αριστερής πολιτικής. Τότε ήταν τα στρατόπεδα των Εβραίων και τώρα των προσφύγων. Τότε ήταν οι Ευρωπαίοι προλετάριοι σαν τον Van Der Lubbe και τώρα οι προλετάριοι μετανάστες του τρίτου κόσμου.
Ο κοινός τόπος είναι ο εγκλεισμός. Η απελπισμένη προσπάθεια του καθενός για την συμπερίληψή του σε έναν κόσμο μιας κάποιας ασφάλειας. Η παραμονή στο ευρώ, η διεθνής αστυνόμευση για την πάταξη της τρομοκρατίας, η καταστολή, η σταδιακή απώλεια των κοινωνικών και ατομικών δικαιωμάτων, όλα μοιάζουν να δικαιολογούνται κάτω απ’ την οπτική της ασφάλειας. Ο ολοκληρωτισμός εισχωρεί στην ανθρώπινη ψυχή και την κατακυριεύει. Τα εργαλεία του ήταν πάντα ο φόβος και το ψεύδος. Δηλαδή η έντονα καλλιεργούμενη πεποίθηση ότι πρόκειται για μια παροδική αναστολή της ευτυχίας και ότι κάθε επιπλέον δυσκολία, κατάργηση ή απαγόρευση σε φέρνει τελικά πιο κοντά στο αγαθό που καλείσαι να στερηθείς προσωρινά. Και αυτή η υποτιθέμενη προσωρινότητα, όχι απλώς δοκιμάζει, αλλά καταργεί τη διαίσθηση των μαζών, εξαλείφοντας το ζωντανό πολιτικό τους αισθητήριο, την άμεση αντίδρασή τους στη στέρηση δικαιωμάτων και ελευθεριών.
Ο ολοκληρωτισμός επιτυγχάνεται επειδή επικεντρώνει στην πειθαρχία. Όχι σε οποιαδήποτε πειθαρχία, αλλά ειδικά στην πειθαρχία της στέρησης και της προσδοκίας. Τώρα δεν βρίσκεις δουλειά, αλλά όταν μειωθούν οι αμοιβές σου θα εισρεύσουν κεφάλαια και τα πράγματα θα καλυτερέψουν. Πάψε να υπερασπίζεσαι τα δάση και τις λίμνες και τα ποτάμια και οι διεθνείς επενδυτές θα σου προσφέρουν εργασία (βλ. χρυσωρυχεία Χαλκιδικής). Πάψε να κολλάς στην εθνική σου ανεξαρτησία και θα φας ψωμί (βλ. λιμάνια, πετρέλαια Αιγαίου κλπ.)….
Και κυρίως, είσαι ένοχος αν δεν μπορείς να δεχτείς τις «προκλήσεις της εποχής», άσχετα εάν οι προκλήσεις αυτές είναι οι όροι μιας αδιαφανούς κερδοσκοπίας, το ίδιο ένοχος όπως και όταν οι αμαρτίες σου δίκαια σε αποκλείουν από κάποιον άγνωστο παράδεισο.
Κανένα γερμανικό δικαστήριο δεν θα δικαίωνε σήμερα post mortem τον Van der Lubbe. Γιατί να νοιώθεις ένοχος ως Γερμανός, όταν μπορείς να είσαι Ευρωπαίος ; Άλλωστε η θανατική ποινή έχει πια καταργηθεί στην Ευρώπη. Προκρίθηκε ως πιο ανθρωπιστικός ο αργός θάνατος. Και των χωρών και των ανθρώπων.

Ο Ιερεμίας Μπένθαμ και οι Έλληνες

Ο Ιερεμίας Μπένθαμ, ο Άγγλος νομομαθής και φιλόσοφος του 19ου αιώνα, έμεινε στην ιστορία κυρίως για την σύλληψη της ιδέας του «πανοπτικού σωφρονιστηρίου», το γυάλινο δηλαδή κτίριο στο οποίο οι φυλακισμένοι θα ήταν πάντοτε και παντού ορατοί, για την επιδίωξη της κοινωνικής τους επανένταξης, ένα σχέδιο που ευτυχώς δεν υλοποιήθηκε μέχρι σήμερα. Τουλάχιστον όχι νομοθετικά, γιατί η πάντα πρωτοπόρα τεχνολογία έδωσε την κατ’ αρχήν δυνατότητα της κατάργησης κάθε ιδιωτικότητας με πολλούς τρόπους και κυρίως με αυτόν του τηλεοπτικού διασυρμού των πιο ευπαθών κοινωνικών ομάδων.
Ανεκδοτολογικά τώρα, λέγεται ότι ο Μπένθαμ εξακολουθούσε να είναι παρών στα Διοικητικά Συμβούλια του University College του Cambridge και μετά τον θάνατό του, σύμφωνα με τον όρο που είχε συμπεριλάβει στην διαθήκη του. Αυτό πρακτικά σήμαινε ότι ο βαλσαμωμένος Μπένθαμ μεταφερόταν με το καροτσάκι του στα συμβούλια αυτά, στα πρακτικά των οποίων σημειωνόταν με βρετανικό φλέγμα ότι ο Μπένθαμ παρίστατο μεν αλλά δεν ψήφιζε!
Σε ό,τι αφορά την ιστορία μας, ο Μπένθαμ είχε αναλάβει ενεργό ρόλο στην κατάρτιση των πρώτων νομοθετημάτων του νεοσύστατου ελληνικού κράτους και είναι ίσως από πολλές απόψεις ενδιαφέρουσα η αντίληψή του για τους προγόνους μας. Στο ενδιαφέρον βιβλίο «Ο Ιερεμίας Μπένθαμ και η Ελληνική Επανάσταση» (εκδ. της Βουλής των Ελλήνων 2012, σελ. 177-178), συμπεριλαμβάνεται μια επιστολή του Μπένθαμ προς τον Σιμόν Μπολιβάρ, γραμμένη στις 13/8/1825.
«…Όταν με επισκέφτηκαν πληρεξούσιοι από τη χώρα, μου παρουσίασαν συστατικές επιστολές από τις αρμόδιες αρχές. Όχι μόνο τους πρόσφερα τη φιλοξενία μου, αλλά και με δική τους παράκληση διατήρησα επί μακρόν εκτενή αλληλογραφία μαζί τους, κατά την οποία με αντιμετώπιζαν, τόσο οι ίδιοι όσο και οι εκλογείς τους, σαν πατέρα. Με δική τους προτροπή προσπάθησα, αλλά εις μάτην, να υπάρχει μια καλή σχέση μεταξύ αυτών και των γενναιόδωρων ευεργετών τους, του λεγομένου Ελληνικού Κομιτάτου, οι οποίοι τους χορήγησαν και το πρώτο δάνειο. Ωστόσο, πρέπει μετά λύπης μου να επισημάνω ότι εξαρχής με τη συμπεριφορά που επέδειξαν έκαναν να πάντα για να αποτρέψουν τη χορήγηση αυτού του δανείου. Δεν θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ ένα τέτοιο μείγμα άγνοιας, αδικαιολόγητης καχυποψίας, ανειλικρίνειας, απιστίας, αγένειας, αδιαφορίας, εριστικότητας, ακρισίας, υπερηφάνειας, ματαιοδοξίας και επιπολαιότητας, σε συνδυασμό με πλήρη ανικανότητα πολιτικών χειρισμών, εάν δεν το είχα γνωρίσει εκ του πλησίον. …. Έχω σοβαρούς λόγους να φοβάμαι πως αποτελούν χαρακτηριστικό δείγμα των συμπατριωτών τους. Εκτός από ανταρτοπόλεμο, δεν είναι ικανοί για τίποτα άλλο. Συνεχώς φιλονικούν μεταξύ τους και κάνουν όλους όσοι σπεύδουν από άλλες χώρες προς βοήθειά τους να παραπονιούνται δικαιολογημένα. Έτσι κανείς πλέον δεν μπορεί να προβλέψει ποια θα είναι η κατάληξη αυτού του αγώνα ενάντια στους πολύ πιο ανίκανους Τούρκους…».
Ας τονιστεί ότι το κείμενο προέρχεται από φιλέλληνα, για να φανταστούμε πώς θα ήταν τα σχόλια των μισελλήνων…
Σε ένα κείμενο όμως υπάρχουν πολλές αναγνώσεις και κάθε εποχή έχει ή επικαιροποιεί την δική της ανάγνωση. Σήμερα, ας πούμε, αντιμετωπίζουμε και πάλι την «πατρική» αποδοκιμασία των ευρωπαϊκών θεσμών για τον χειρισμό του προσφυγικού ζητήματος. Στην εποχή του Μπένθαμ, η Ευρώπη ανησυχούσε για τις εθνικές επαναστάσεις και για τα εθνικά κράτη που προέκυπταν από την διάλυση της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Σήμερα ανησυχεί για την εισβολή στα εδάφη της των θυμάτων των δικών της ιμπεριαλιστικών πολέμων. Τα θύματα αυτά πρέπει πάση θυσία να εγκλωβιστούν στο ελληνικό έδαφος και η Ελλάδα να στέκεται για πάντα με την πλάτη στον τοίχο, σε διαρκή ετοιμότητα να δεχτεί την επιτίμηση ή τη νουθεσία. Ο Μπένθαμ ίσως θα ήταν αναγκασμένος σήμερα να αναγνωρίσει ότι η Τουρκία είναι μάλλον ικανώτερη από την Ελλάδα.
Με ενδιαφέρει κυρίως ο υφέρπων ανθελληνισμός των φιλελλήνων -κυρίως των ευρωπαίων- όλων των εποχών. Δεν πρόκειται μόνον για τους ταπεινωτικούς χαρακτηρισμούς και για ένα υπόρρητο αξιακό σύστημα που ανάγει διαρκώς την Ελλάδα και τους Έλληνες στους παρίες των ευρωπαϊκών θεσμών, καθώς και των κοινωνικών και πολιτικών αντιλήψεών τους, από τα οποία αυτοί πρέπει πάντα να διδάσκονται. Είναι η βαθειά ριζωμένη -και πλέον θεσμική- ευρωπαϊκή πεποίθηση ότι οι Έλληνες δεν μπορούν και δεν πρέπει να κάνουν κουμάντο στον τόπο τους.
Πώς το λέει ο Μπένθαμ; «Οι γενναιόδωροι ευεργέτες που τους χορήγησαν το πρώτο δάνειο…». Ξέρουμε όμως σήμερα καλά τι σημαίνει γενναιοδωρία, ευεργεσία και δάνειο. Και ότι πάντα, αργά ή γρήγορα, θα επιδιώκεται η άγρια και πολλαπλάσια επιστροφή τους στους ανυστερόβουλους χορηγούς. Ο φιλελληνισμός υπήρξε η φενάκη του ελληνισμού, γιατί αυτό που πάντα επεδίωκε ήταν η πολιτισμική του άλωση και η υποταγή του σε ξένα πρότυπα. Και γιατί αν αφαιρέσεις αυτά τι απομένει; Σπασμένα μάρμαρα, η ανυπέρβλητη ομορφιά του τοπίου και ένας λαός πάντα πρόθυμος να υπηρετεί με τον δίσκο του σερβιτόρου στο χέρι.
Υιοθετώ όμως ανεπιφύλακτα μια φράση απ’ την επιστολή του Μπένθαμ. «Εκτός από ανταρτοπόλεμο, δεν είναι ικανοί για τίποτα άλλο». Ο ανταρτοπόλεμος… Τον γνωρίζουμε καλά σ’ αυτήν τη χώρα, μόνον που δεν υπάρχει πια καμιά ιδέα ικανή να μας συνεγείρει. Τώρα που την χρειαζόμαστε περισσότερο από ποτέ, κάθε εθνική ιδέα μάς έχει εγκαταλείψει. Η υπεράσπισή της κρίθηκε εδώ και χρόνια αναχρονιστική κι έτσι την αφήσαμε στα χέρια του φυσικού της εχθρού, του φασισμού, να την φυλάει όπως ο λύκος τα πρόβατα.

Η πορεία των δικηγόρων της 14ης Ιανουαρίου 2016

sto-ipourgio-ergasias-i-poria-gia-to-asfalistiko

Μπροστά στη Βουλή, στη Λεωφόρο Β. Σοφίας, διαμείφθηκε μια μικρή σκηνή μεταξύ μιας ένστολης αστυνομικού και ενός από τους επικεφαλής της πορείας δικηγόρους. Η αστυνομικός έδινε οδηγίες από τον ασύρματο «να διοχετευτεί η πορεία στην Πανεπιστημίου και μετά να πάνε να κλειστούν στα γραφεία τους» (σ.σ. οι δικηγόροι). Ο δικηγόρος απαίτησε σεβασμό και ζήτησε επίμονα τα στοιχεία της αστυνομικού. Ύστερα οι τόνοι έπεσαν και ξανάρχισαν τα συνθήματα. «Δεν θα περάσει, κάτω ο νόμος ο δικηγοροκτόνος» κλπ. Ο λόγος βέβαια για το ασφαλιστικό νομοσχέδιο που ύστερα από πολύ καιρό, πέντε χρόνια για την ακρίβεια, βγάζει τους δικηγόρους στο δρόμο.

Η πορεία ξεκίνησε από τα γραφεία του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, στην οδό Ακαδημίας, προς το Υπουργείο Εργασίας και την Βουλή, μετά από μαζική ανταπόκριση των δικηγόρων όλης της χώρας στο κάλεσμα της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων. Βεβαίως και ήμουνα εκεί. Ήμουνα πάντοτε εκεί, ακόμα κι όταν έπρεπε να πορευτώ κάτω από ένα πανώ και τους δικηγόρους που το κρατούσαν. Και δεν έβγαλα ποτέ φωτογραφίες με το κινητό. Το θεωρούσα πρόστυχο. Γιατί κάτι που σε βγάζει στο δρόμο είναι τόσο ιερό που σε κάνει εικονομάχο.

Έπειτα άρχισαν τα συνθήματα. Άκουγα τη φωνή του συναδέλφου που έδινε το σύνθημα προς επανάληψη, και καθώς βρισκόμουνα σχετικά κοντά του διαπίστωσα ότι επρόκειτο για ένα γνωστό κουστούμι του δικηγορικού συνδικαλισμού, αυτού του συνδικαλισμού που οδηγεί κατευθείαν στα βουλευτικά έδρανα ή έστω σε καλύτερες επαγγελματικές επιδόσεις, τέτοιες που ο φορέας τους να μην αντιμετωπίζει καθημερινά το «θάνατο του εμποράκου», όπως οι πληβείοι συνάδελφοί του. Κρατούσε τη ντουντούκα με το χωνί στραμμένο στον ουρανό, προφανώς λόγω του μετρίου ύψους του, η μόνη άλλωστε μετριότητα για την οποία δεν ευθύνεται.

Ο ίδιος αυτός αγωνιστής είχε λάβει το 2010 ενεργό μέρος στην ενημέρωση των Αθηναίων δικηγόρων για την εφαρμογή του ΦΠΑ, τα απογεύματα των ίδιων ακριβώς ημερών κατά τις οποίες αυτοί απείχαν από τα καθήκοντά τους λόγω της επιβολής του ΦΠΑ! Καμία πορεία δεν οργανώθηκε τότε. Κανένας δεν κάλεσε τους δικηγόρους «στο δρόμο ν’ αλλάξουνε το νόμο». Και ας ήταν ηλίου φαεινότερο ότι ήταν μόνον η πρώτη πράξη για την εξαφάνιση μιας επαγγελματικής-επιστημονικής τάξης. Ακολούθησαν άλλωστε άπειροι νόμοι. Η κατάργηση της αναγνωριστικής αγωγής, η αύξηση του δικαστικού ενσήμου, ο δεκαπλασιασμός του τέλους μεγαροσήμου, η κατάργηση κάθε αφορολόγητου ορίου, η προκαταβολή του 70% του φόρου εισοδήματος και ήδη του 100% κλπ. Ήδη από το 2010-2011 δεν αποτελούσε έκπληξη η φτωχοποίηση του μεγαλύτερου μέρους του δικηγορικού κόσμου και η αδυναμία του να καταβάλει τις ετήσιες ασφαλιστικές εισφορές σύνταξης και περίθαλψης. Αλλά οι δικηγορικοί σύλλογοι περίμεναν να κινητοποιηθούν μόνον επ’ ευκαιρία του ασφαλιστικού νομοσχεδίου και όχι νωρίτερα! Ή ίσως να περίμεναν την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ για να βγάλουν το άχτι τους!

Είναι αλήθεια ότι εδώ και πολλά χρόνια ο δικηγορικός κόσμος αναδείχτηκε στο σύνολό του ως το πιο συντηρητικό κομμάτι της κοινωνίας μας. Ίσως γιατί οι εκπρόσωποι του επίσημου συνδικαλισμού του επαναπαύτηκαν στις δάφνες ενός κάποιου ελιτισμού που νόμιζαν ότι τους έθετε στο απυρόβλητο των αντιλαϊκών πολιτικών. Ίσως ακόμη και επειδή οι νομικές σχολές και ιδίως αυτή της Αθήνας, επιδόθηκαν σε έναν χωρίς προηγούμενο τεχνοκρατισμό που εξοβέλισε κάθε ευκαιρία πολιτικής θέσης και τριβής για τους φοιτητές. Οι σύγχρονοι φοιτητές διακατέχονται στη μεγάλη τους πλειοψηφία από το μαθητικό σύνδρομο του φροντιστηρίου και της αποστήθισης και νοιάζονται μόνον για τη γρήγορη λήψη του πτυχίου, του μεταπτυχιακού, του διδακτορικού και ύστερα ρίχνονται στη μάχη γύρω από τις υποτιθέμενες εξειδικεύσεις του νομικού κόσμου. Έχουμε πήξει στους εργατολόγους και τους ποινικολόγους. Και όλοι γνωρίζουν ή υποπτεύονται την αμφίβολη αξία της μονομέρειας στην οποία τελικά στοχεύει η εξειδίκευση. Στην ουσία οδηγεί σε μια αθέμιτα ανταγωνιστική άγρα πελατείας.

Μετά την ντουντούκα και τον κάτοχό της, παρατήρησα καλύτερα τον κόσμο γύρω μου. Πολλοί δεξιοί και πολλοί πασόκοι που έδειχναν για πρώτη φορά σοβαρά απειλημένοι από την πολιτική της κυβέρνησης. Πολλοί νέοι επίσης, προερχόμενοι από τις φοιτητικές νεολαίες της ΔΑΠ και του ΠΑΣΟΚ, πορεύονταν αυτοφωταγραφιζόμενοι ασταμάτητα, αλλά και άλλοι -αριστεροί αυτοί- έτοιμοι να μεταδώσουν ψευδείς ειδήσεις. Ένας από αυτούς, πρώην μέλος του ΣΥΡΙΖΑ και νυν της ΛΑΕ, έκανε τηλεφωνική αναμετάδοση για κάποιο μπλογκ. Τα κυρίαρχα συνθήματα -έλεγε- είναι το «δεν θα περάσει» και ακούγονται επίσης συνθήματα κατά της τρόϊκα και της Ευρώπης. Σημειωτέον ότι δεν ακούστηκε ούτε ένα σύνθημα κατά της τρόϊκα και της Ευρώπης. Από ποιον άλλωστε θα ακουγόταν; Η διαθέσιμη ντουντούκα τα είχε με το ΣΥΡΙΖΑ και με τον Τσίπρα. «Αλέξη ντροπή σου, τώρα παραιτήσου», ακουγόταν συχνά-πυκνά.

Θα μου πείτε η ασφάλιση, η σύνταξη, οι αφόρητες εισφορές, η αξιοπρεπής διαβίωση δεν μας αφορά όλους, αριστερούς και δεξιούς; Ασφαλώς και μας αφορά, γι’ αυτόν άλλωστε το λόγο ήμουνα κι εγώ εκεί. Δεν μπορώ όμως να μην σκεφτώ τη χρονική συγκυρία αυτής της πορείας και την σύνθεσή της. Γιατί μια ολόκληρη επαγγελματική τάξη αποφασίζει να εξεγερθεί στην τελευταία πράξη του δράματος και όχι στην πρώτη;

Και γιατί ζητάει από την κυβέρνηση να παραιτηθεί και όχι να ανακαλέσει έναν αποτυχημένο νόμο; Γιατί άραγε δεν βγήκε εδώ και χρόνια στο δρόμο να αξιώσει μαζί με όλους τους πολίτες μια άλλη πολιτική ; Και γιατί δεν ζήτησε ποτέ με την ντουντούκα στο χέρι την παραίτηση του Παπανδρέου ή του Σαμαρά; Ή γιατί συμβούλευσε -διά στόματος Δ.Σ.Α.- το ΝΑΙ στο δημοψήφισμα της 5/7/2015; Τι θα άλλαζε άραγε στο ασφαλιστικό εάν είχε επικρατήσει μια πασοκο-δεξιά κυβέρνηση;

Δεν υπερασπίζομαι ούτε τον ΣΥΡΙΖΑ ούτε την αποτυχημένη πολιτική του. Δεν θέλω όμως να είναι οι δικηγόροι η κατσαρόλα της νοικοκυράς που θα στριμώξει στη γωνία τον Αλλιέντε. Όχι πως ο Τσίπρας είναι ο Αλλιέντε. Αλλά δεν θέλω να ανήκω αδιαμαρτύρητα σε μια τάξη ανθρώπων που ο τελευταίος μπάτσος αποφασίζει από ποιο δρόμο θα ξανακλειστούν στα γραφεία τους. Επειδή στην καλύτερη περίπτωση θεωρεί ότι είναι μια ελίτ που διαδηλώνει έτσι για ξεκάρφωμα και στη χειρότερη ότι είναι απλώς για φτύσιμο.

Christmas ή Giftmas

merrygiftmas

Στολίζουμε με φώτα τα χριστουγεννιάτικα δέντρα για να ξεχάσουμε ότι δεν υπάρχει φως στη ζωή μας. Η φτώχεια γίνεται ακόμα μεγαλύτερη κατάρα στις γιορτές και γι’ αυτό την κουκουλώνουμε στα γρήγορα με μερικές εκατοντάδες άτυχες γαλοπούλες που θα αποτελέσουν την πρώτη ύλη για τα γεύματα των φτωχών που ετοιμάζουν οι Δήμοι, η Εκκλησία και διάφορες οργανώσεις. Το γιατί βέβαια η πείνα δεν αντέχεται ειδικά τα Χριστούγεννα, δεν εξηγείται βιολογικά, αλλά μόνον με αναγωγή στα επιλεγμένα επίκεντρα του βίου. Και ανάλογα με το επίκεντρο που έχεις επιλέξει, πραγματοποιείς και την αναγωγή στο ασήμαντο ή στο σημαντικό.

Και σε ό,τι αφορά τα Χριστούγεννα και τις γιορτές γενικά, μπορεί νομίζω να τύχει εφαρμογής η δημοκρίτεια ρήση «βίος ανεόρταστος, μακρά οδός απανδόκευτος», και να εξηγηθεί έτσι γιατί ο εορτασμός, με το να μετατρέπεται σε προσωρινό επίκεντρο του βίου, οξύνει τόσο έντονα την αντιπαράθεση της γιορτής με την έτσι κι αλλιώς μίζερη καθημερινότητα. Σε ό,τι όμως αφορά την πολιτική, το να ανάγεις ένα ελάσσονος σημασίας γεγονός σε επίκεντρο και να προσπαθείς να αντλήσεις από αυτό και μόνο την κοινωνική επιδοκιμασία, ειδικά όταν στα σημαντικά γεγονότα παρουσιάζεις αξιοσημείωτη στασιμότητα, είναι κάτι που δεν μπορεί να ερμηνευτεί παρά μονάχα ως επικοινωνιακή έξαρση.

Με τον πρόσφατο Ν. 4356/2015, που συμπληρώνει και τροποποιεί τον Ν. 3719/2008 για το σύμφωνο συμβίωσης των ετερόφυλων προσώπων, επιχειρήθηκε η νομιμοποίηση των ομόφυλων ζευγαριών, με επέκταση της ισχύος του συμφώνου συμβίωσης και σε αυτούς, με τα συναφή οικογενειακά και κληρονομικά δικαιώματα. Σε μια κοινωνία που βιώνει καθημερινά τη ληστρική αφαίρεση κάθε δικαιώματός της στον εργασιακό και ασφαλιστικό τομέα κυρίως, αλλά και στον εν γένει περιουσιακό, η νομιμοποίηση των ομόφυλων ζευγαριών οπωσδήποτε δεν αποτελεί το επίκεντρο του βίου της. Και μια κυβέρνηση που θριαμβολογεί για την ανταπόκρισή της σε ένα δήθεν πάγιο κοινωνικό αίτημα και περιφέρει το θρίαμβό της από τη Βουλή στις τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές συχνότητες, μοιάζει με την θρυλούμενη απάντηση της Μαρίας Αντουανέτας, ότι η διαμαρτυρία για την έλλειψη του ψωμιού ελέγχεται ως ανακριβής, εάν δεν έχει διαπιστωθεί προηγούμενη έλλειψη στο παντεσπάνι.

Ας δούμε λίγο το πραγματικό επίκεντρο ενός τέτοιου νομοθετήματος. Γιατί οπωσδήποτε οι νομικές καινοτομίες που εισάγει είναι στην πραγματικότητα ανύπαρκτες, αν αναλυθούν προσεκτικά σε πρακτικό-νομικό επίπεδο.

Το σύνολο του βίου στην κοινωνία μας είναι νομικά οργανωμένο πάνω στον πυρήνα της οικογένειας, που απαρτίζεται από δύο ετερόφυλους συντρόφους και τα παιδιά τους, και οι οποίοι έχουν όλοι αμοιβαία δικαιώματα και υποχρεώσεις μεταξύ τους στο οικογενειακό, κληρονομικό και ασφαλιστικό δίκαιο. Με τον Ν. 3719/2008, και με μικρές παραλλαγές, τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις επεκτάθηκαν και στα ετερόφυλα ζευγάρια, που επιλέγουν μεν να ζήσουν με σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης, όμως στην ουσία πρόκειται να πραγματώσουν το ίδιο, κατά το μάλλον ή ήττον, μοντέλο κοινωνικής διαβίωσης.

Αυτό που ουσιαστικά συνεισέφερε στην κοινωνία ο Ν. 3719/2008 ήταν η απαλλαγή των μελλοντικών συντρόφων από την υποχρεωτικότητα του θρησκευτικού ή του πολιτικού γάμου και η απλοποίηση του τύπου λήξης αυτής της μορφής συμβίωσης, η οποία μπορούσε πλέον να είναι και μονομερής.

Η επέκταση τώρα της ισχύος του συμφώνου συμβίωσης και στα ομόφυλα ζευγάρια, επιλύει ελάχιστα νομικά θέματα, αφού για τα περισσότερα από αυτά ήδη, η προϋπάρχουσα του Ν. 3719/2008, νομοθεσία περιείχε επαρκείς προβλέψεις για την έκφραση της ελεύθερης βούλησης ενός ατόμου να επιλέξει τον σύντροφό του, τους κληρονόμους του, τους πληρεξουσίους του κ.λ.π. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της ελευθερίας στο δίκαιο, ήταν η δυνατότητα σύνταξης διαθήκης, όπου το τιμώμενο πρόσωπο μπορούσε να είναι ο ετερόφυλος ή ομόφυλος σύντροφος, η δυνατότητα ανάθεσης με πληρεξούσιο έγγραφο στον ετερόφυλο ή ομόφυλο σύντροφο της εκπροσώπησης σε κάθε βιοτικό ζήτημα (διαχείριση ή και πώληση περιουσίας, λήψη αποφάσεων στα ζητήματα υγείας κ.λ.π.), η δυνατότητα να ορίζεται ο σύντροφος συνδικαιούχος κοινών τραπεζικών λογαριασμών και άλλα.

Έτσι, η μόνη μεγάλη νομική αλλαγή θα ήταν αυτή της υιοθεσίας από ομόφυλα ζευγάρια, η οποία δεν ρυθμίζεται ακόμη αλλά κάποια στιγμή είναι βέβαιο ότι θα τεθεί σαν ζήτημα που απαιτεί την λύση του.

Θεωρώ ότι και σ’ αυτό ακόμη το ζήτημα, που διχάζει την κοινωνία, η ιατρική τεχνολογία έχει ξεπεράσει τις νομοθετικές προβλέψεις. Είναι από χρόνια γνωστή η εξωσωματική γονιμοποίηση. Τι θα εμπόδιζε λοιπόν μια γυναίκα να αποκτήσει -είτε φυσικώ τω τρόπω, είτε με εξωσωματική- εξώγαμο παιδί και στη συνέχεια να ζήσει με την ομόφυλη σύντροφό της και με το παιδί ; Επίσης τι θα εμπόδιζε έναν άνδρα να αποκτήσει ένα εξώγαμο παιδί με την βοήθεια μιας γυναίκας που θα είχε αμειφθεί για την υπηρεσία της αυτή, το οποίο στη συνέχεια θα αναγνώριζε ως φυσικό του τέκνο, θα αποκτούσε την επιμέλειά του και θα συμβίωνε μαζί του και μαζί με τον ομόφυλο πλέον σύντροφό του ;

Το ζήτημα, συνεπώς, δεν είναι η νομοθετική πρόβλεψη, αλλά η αλλαγή του επικέντρου στην κοινωνική μας ματιά. Με το να επιτραπεί ή όχι η υιοθεσία στα ομόφυλα ζευγάρια, δεν μπορεί τίποτα απολύτως να ρυθμιστεί. Απλώς η κοινωνία θα συνεχίσει να διχάζεται όλο και βαθύτερα, με αλλαγές που θα βασίζονται περισσότερο σε ένα είδος ρεβανσισμού παρά στην πραγματική ισότητα.

Άλλωστε και τα δύο σύμφωνα συμβίωσης (ετεροφύλων και ομοφύλων) επιμένουν να θέτουν στο επίκεντρό τους την ελεύθερη επιλογή συντρόφου, υπό το πρίσμα όμως της σεξουαλικότητας και μόνον. Έτσι εισάγεται μια υπολογίσιμη ανισότητα στις άλλες μορφές συμβίωσης, που θα μπορούσαν να ισχύουν στην κοινωνική ζωή και για τις οποίες δεν υφίσταται καμία απολύτως νομοθετική πρόβλεψη. Γιατί άραγε να αποτελεί η σεξουαλική επιλογή τον μπούσουλα της συμβίωσης, είτε στα ετερόφυλα είτε στα ομόφυλα ζευγάρια ; Συμβίωση, και μάλιστα συχνά με όρους οικονομικής αλληλεξάρτησης, μπορεί να υπάρχει ανάμεσα στην άγαμη ή χήρα μητέρα και το παιδί της, ανάμεσα στο θείο ή τη θεία και τον ανεψιό, ανάμεσα σε δύο φίλους που επέλεξαν να ζουν μαζί. Και στις περιπτώσεις αυτές το κύριο χαρακτηριστικό της συμβίωσης είναι η συντροφικότητα και η πιθανή οικονομική εξάρτηση του ενός από τον άλλον.

Αν απομακρυνόμαστε νομικά και κοινωνικά από το μοντέλο της οικογένειας, όπως την γνωρίσαμε και συχνά όπως την έχουμε υποστεί, είναι πλέον υποχρέωση να αναγνωρίσουμε άλλες μορφές συμβίωσης, όπως αυτές που προπεριγράφηκαν και που άλλωστε δεν μας είναι κοινωνικά άγνωστες.

Όμως η χώρα μας πάσχει από το σύνδρομο των Χριστουγέννων του φτωχού. Θέλει να προσφέρει ένα δώρο στους πολίτες της και διάλεξε απλώς το χειρότερο στην χειρότερη χρονική στιγμή. Πώς το λέει η τηλεοπτική διαφήμιση ; Αλλιώς υποδέχεσαι το δώρο που αγοράστηκε με το κοινότυπο κριτήριο της μαμάς ή της πεθεράς και αλλιώς το δώρο με το κριτήριο του Τάδε απ’ την αλυσίδα του Γερμανού. Αυτό το δώρο προκάλεσε ενθουσιασμό μόνον στην κυβέρνηση. Οι υπόλοιποι θα αρκεστούν στην άλλη τηλεοπτική διαφήμιση. Αυτήν όπου τα παγκοσμιοποιημένα Christmas αποκτούν το πραγματικό τους όνομα, δηλαδή Giftmas. Τέτοιο δώρο ήταν και το σύμφωνο συμβίωσης των ομοφύλων. Ένας μικρός, πλην παγκόσμιος, θρίαμβος και θόρυβος του περιττού.

Ο Στρατής Τσίρκας και το έθνος

Ζούμε την εποχή της προσφυγιάς. Μιας προσφυγιάς τόσο άγριας, που δεν έχει πια να κάνει με τη συνήθη μετακίνηση, που και ανεκτή ήταν και που μπορούσες εύκολα να την κατηγοριοποιήσεις κάτω από απολύτως εγκεκριμένες επικεφαλίδες, όπως «οικονομικοί μετανάστες», «θύματα σωματεμπορίας», «πολιτικά διωκόμενοι» κ.λ.π. Σήμερα το κύμα των προσφύγων μετέτρεψε την Ελλάδα σ’ ένα σταυροδρόμι φρίκης, που σε συνδυασμό με την περίφημη «οικονομική κρίση» οδηγεί σιγά-σιγά τη χώρα μας σε όλο και περισσότερες παραχωρήσεις και εκπτώσεις στην εθνική της κυριαρχία. Η σχεδιαζόμενη Frontex θα αποσκοπεί φαινομενικά στην βοήθεια των ελληνικών λιμενικών και άλλων αρχών στην φύλαξη των αχανών θαλασσίων συνόρων μας, αλλά ουσιαστικά θα είναι μια ξένη δύναμη σε ελληνικό έδαφος. Ήδη μπήκε στο λεξιλόγιό μας η διάκριση μεταξύ «προσφύγων» και «μεταναστών» και είναι ιστορικά επαληθευμένη η στρατηγική επέμβασης που βασίζεται στη διάκριση μεταξύ «αυτών» και των «άλλων». Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, τη ζήσαμε με τον εμφύλιο και την παρουσία χιλιάδων Βρετανών στρατιωτών, υπό το πρόσχημα της καταστολής του κομμουνιστικού κινδύνου.

Έτσι η προστασία της εθνικής κυριαρχίας γίνεται και πάλι πεδίο ιδεολογικών συγκρούσεων. Γιατί η ακροδεξιά αντιλαμβάνεται το πρόβλημα ως ένα πεδίο πλήρους καταστολής και απομάκρυνσης κάθε ξένου στοιχείου από το ελληνικό έδαφος, ενώ η δογματική αριστερά αρκείται στην καταγγελία της πολεμοκάπηλης Ευρώπης. Κάπου ανάμεσα υπάρχει η αντίληψη και η νοοτροπία της αριστεράς, ως μιας γενικώτερης κουλτούρας -περισσότερο ανθρωπιστικής παρά πολιτικής-, που ανάγει τον ξένο, τον πρόσφυγα, τον μετανάστη στο ιερό πρόσωπο της διεθνιστικής πολιτικής της προσέγγισης.

Αυτή η κουλτούρα που υπήρξε κυρίαρχη από τα χρόνια της μεταπολίτευσης και μετά, έστω και άθελά της υποβαθμίζει την έννοια του «έθνους», ως εδάφους ενιαίου πολιτισμού και άσκησης κυριαρχίας. Γι’ αυτό και η υπεράσπισή του θεωρείται συχνά ότι αποτελεί υπόθεση καπηλείας, ίσως επειδή η λέξη αποτελεί το πρώτο συνθετικό άλλων λέξεων που ξυπνούν δυσάρεστα τη συλλογική μας μνήμη. «Εθνοσωτήρες, εθνοκάθαρση, εθνοπροδότες, εθνικοφροσύνη» κ.λ.π. Έτσι όμως το έθνος εκχωρείται αβασάνιστα στη μαύρη σημαία του φασισμού, τις περισσότερες φορές με εσφαλμένες συνυποδηλώσεις.

Ας μην ξεχνάμε ότι στις μέρες μας η ευρωπαϊκή μας ταυτότητα έχει τεθεί υπό πλήρη αμφισβήτηση και ο αντιευρωπαϊσμός -ως πολιτική θέση- δεν αφορά πια μόνον το δογματικό κομμάτι της αριστεράς ή τις εξωκοινοβουλευτικές της δυνάμεις, αλλά ένα πολύ μεγαλύτερο και περισσότερο αντιπροσωπευτικό κομμάτι της κοινωνίας. Έτσι μια αριστερά (σ.σ. η κυβερνώσα) που οχυρώνεται κάθε φορά πίσω από τον όρο «ανθρωπιστική κρίση», για να ορίσει είτε την οικονομική και κοινωνική κατάσταση είτε το δράμα των προσφύγων, και που έχει απεμπολήσει το «έθνος» από το λεξιλόγιό της, δεν είναι και σε θέση να αξιώσει τον σεβασμό μιας ταυτότητας. Αν υπερασπιστείς στις μέρες μας το έθνος, θεωρείται ότι υπερασπίζεσαι μεταξύ άλλων και την επεκτατικότητα ή έστω μια επικίνδυνη αναβίωση της Μεγάλης Ιδέας.

Υπάρχει όμως ένας ήρωας του Στρατή Τσίρκα στις Ακυβέρνητες Πολιτείες, το πολιτικώτερο μυθιστόρημα της μεταπολεμικής Ελλάδας. Είναι ο Καλλίνικος Παπακαλλινίκου, που παρουσιάζεται σε δύο μόλις σελίδες του δεύτερου τόμου της τριλογίας (ΑΡΙΑΓΝΗ σελ. 308-310, ΚΕΔΡΟΣ 19η εκδ.), αυτός που έχει το παρατσούκλι Αβδουλμετζήτ κι ένα σταυρό κρυμμένο στο στήθος, απ’ το χέρι της μάνας του που τούρκεψε για να αποφύγει τις διώξεις το 1922.

Ο συγγραφέας-αφηγητής τον συναντά τον Μάιο του 1943 στο ελληνικό στρατόπεδο στο Χαλέπι της Συρίας και τον ρωτάει από πού είναι και πού οφείλεται το παρατσούκλι του.

«Από την Έδεσσα την Οσροηνή, την Ούρφα, τα Σαμόσατα του Λουκιανού…», απαντάει αυτός. Και στη συνέχεια αφηγείται πώς περπάτησε μόνος του από τα Σαμόσατα στον Ευφράτη και πώς διέσχισε την έρημο της Συρίας, για να ενωθεί τελικά με τον ελληνικό στρατό στο Χαλέπι. Μόνος σου; τον ρωτάει ο συγγραφέας.

«Μόνος μου, τζάνεμ. Να μην το σκέφτεσαι καθόλου. Όταν έχεις μέσα σου το φως δεν σε σταματάει κανένας. Και το φως το έχουμε, δεν το έχουμε ;».

Και ο συγγραφέας αναρωτιέται :

«Τι Κούναξα, τι Κομμαγηνή, τι Ζεύγα, τι Γαυγάμηλα, τι Άρβηλα, τι Σελεύκειες, τι Απάμειες … Μιλούσε κι οι αιώνες καβαλλίκευαν πίσω μπρος, ολόκληρος ο ελληνικός κόσμος ένα κουβάρι».

Και στη συνέχεια τον ρωτάει :

«Έχει κι άλλους Έλληνες στα μέρη σας ;»

«Έχει… Μα δεν μιλάνε. Περιμένουν».

Και ο συγγραφέας σχολιάζει :

«Πού με πήγαινε αυτός ο παραμυθάς. Γιατί το «έχει», όπως το είπε, να μου φέρνει δάκρυα. Μα τι έπρεπε να γίνουν τέλος πάντων όσοι λέγονταν Αβδουλμετζήτ και περίμεναν ; Τίποτα. Είχαμε γιατρευτεί από τις χίμαιρες. Εκεί στην Ελλάδα βρισκόταν η λύση. Μόνο να λευτερωθεί, μόνο να μας αφήσουν να ταχτοποιήσουμε όπως θέμε το σπίτι μας. Θα τους μαζεύαμε όλους τους Καλλίνικους. Ορίστε μιλάτε ελληνικά να χορτάσει η ψυχή σας, θα τούς λέγαμε. Η πορεία ήταν μια μάχη. Μια μέσα στις πολλές για να φτάσουμε στην ολοκλήρωση του Γένους».

«Είχαμε γιατρευτεί από τις χίμαιρες». Και νομίζω ότι ο Τσίρκας εννοεί ότι είχαμε γιατρευτεί απ’ τη χίμαιρα του μεγαλοϊδεατισμού, απ’ τη χίμαιρα του να ονειρευόμαστε μια Ελλάδα κληρονόμο και διάδοχο του ελληνιστικού κι ύστερα του ρωμαϊκού και του βυζαντινού κόσμου.

Και η ολοκλήρωση του Γένους ; Όλος αυτός ο διασκορπισμένος στα πέρατα της γης ελληνικός κόσμος ; Και όλος αυτός ο κόσμος από σύγχρονους Αβδουλμετζήτ, που κάποιο χέρι έκρυψε στα ρούχα τους όχι το σταυρό του Καλλίνικου, αλλά μια ευχή ή ένα μικρό κομπόδεμα ; Ξεκινούν κι αυτοί απ’ τα πέρατα της γης για τη δική τους πορεία και το πραγματικό τους όνομα είναι Αχμέτ και Μοχάμεντ και Φατμέ. Και η Ελλάδα μια μητρόπολη της προσφυγιάς. Που συνωστίζει στα σύνορά της τους «πρόσφυγες» και τους «μετανάστες», χωρίς να βοηθάει κανέναν. Και που -ως υποτελής- δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει ούτε καν το πλεονέκτημα της γεωγραφικής της θέσης ανάμεσα στα πολεμικά μέτωπα της Ανατολής και την Δυτική βαρβαρότητα, για να αποκομίσει έστω το στοιχειώδες κέρδος μιας ανακούφισης για όλους τους δοκιμαζόμενους, και τους πολίτες της και τους ξένους. Όσο για τη λέξη έθνος, αυτή είναι για πάντα εξορισμένη από το πολιτικώς ορθό λεξιλόγιο, απαγορευμένη από τον καπιταλιστικό θεό και τον επί γης εκπρόσωπό του, το υπερκράτος των Βρυξελλών δηλαδή.

Εξακολουθεί να με συγκινεί ο Τσίρκας. Μέσα σε λίγες φράσεις, το έθνος, το γένος, γίνονται ξανά κομμάτι της ταυτότητάς μας. Δεν θέλουμε τίποτα άλλο εμείς οι Έλληνες. Να ελευθερωθούμε, να μας αφήσουν να τακτοποιήσουμε το σπίτι μας. Εμείς οι Εθνικοί. Που δεν λησμονήσαμε ποτέ να τιμούμε όλους τους θεούς. Από λύπη για τη μοναξιά των μαρμάρινων αγαλμάτων τους.

Η αναγνωριστική και η καταψηφιστική αγωγή

Μια σημαντική διάκριση των αγωγών που κατατίθενται στα Δικαστήρια της χώρας, αν και τεχνικής φύσεως περισσότερο, είναι αυτή της αναγνωριστικής και της καταψηφιστικής αγωγής. Η διάκριση οφείλεται στο τέλος δικαστικού ενσήμου στο οποίο υπόκειται η καταψηφιστική αγωγή. Για παράδειγμα, όταν κάποιος προσφεύγει στο Δικαστήριο διεκδικώντας νομιμότοκα ένα χρηματικό ποσό, οφείλει κατά την εκδίκαση της υπόθεσης να υπολογίσει τους τόκους από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εκδίκασή της και να πληρώσει στο Δημόσιο τέλος που ανέρχεται σήμερα συνολικά στο 1,2%. Στις 100.000,00 δηλαδή πρέπει να καταβάλει περίπου 1.200,00 ευρώ.

Ας δούμε για λίγο ιστορικά και αυτόν τον έμμεσο φόρο, που σημειωτέον ότι συνδεόταν πάντοτε με τις αιωνίως αυξημένες ανάγκες του Ελληνικού Δημοσίου και την αποπληρωμή των δανείων του νεώτερου ελληνικού κράτους.

Με το άρθρο 2 του Ν. ΓΠΟΗ/1912 επιβλήθηκε η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, υπολογιζομένου επί του χρηματικά αποτιμώμενου αντικειμένου της δίκης, χωρίς να γίνεται διάκριση στο νόμο αυτό για τα είδη των αγωγών στις οποίες αφορούσε. Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι ο νόμος αυτός περιγράφει με ακρίβεια πώς θα διατεθούν τα ποσά από το τέλος δικαστικού ενσήμου.

Με το άρθρο 7 παρ. 3, 4 του Ν.Δ. 1544/1942, το άρθρο 2 του Ν. ΓΠΟΗ/1912 ερμηνεύθηκε αυθεντικά και ορίστηκε ότι εξαιρούνται από το τέλος οι αναγνωριστικές αγωγές.

Έτσι το 1942, μέσα στη γερμανική Κατοχή και την άθλια οικονομική κατάσταση του ελληνικού κράτους, θεσμοθετήθηκε ότι οι αναγνωριστικές αγωγές εξαιρούνταν του τέλους δικαστικού ενσήμου. Με το δε άρθρο 223 του Κ.Πολ.Δ. ορίστηκε ότι μετά την άσκηση της αγωγής και την επέλευση της εκκρεμοδικίας είναι απαράδεκτη η μεταβολή του αιτήματος της αγωγής, πλην του περιορισμού του. Περιορισμός του αιτήματος της αγωγής ήταν και η μετατροπή του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό. Αντί δηλαδή να ζητήσεις να υποχρεωθεί κάποιος να σου καταβάλει ορισμένο χρηματικό ποσό, μπορούσες να ζητήσεις να αναγνωρισθεί ότι σου οφείλει το ποσό αυτό.

Απέφευγες έτσι την πληρωμή του δικαστικού ενσήμου, αλλά ας μην βιαστεί κανείς να θεωρήσει ότι αυτό ήταν τέχνασμα. Ήταν απλώς μια τεχνικής φύσεως διευκόλυνση και προσωρινή μείωση των εξόδων της δίκης. Διότι εάν το Δικαστήριο απέρριπτε το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής, ο ενάγων θα είχε καταβάλει το τέλος χωρίς να δικαιωθεί. Εάν όμως γινόταν τελεσίδικα δεκτό το αναγνωριστικό αίτημα της αγωγής, ο ενάγων θα κατέβαλε τότε το τέλος δικαστικού ενσήμου για να εκδώσει διαταγή πληρωμής και να εισπράξει την απαίτησή του. Στη δεύτερη όμως περίπτωση θα κατέβαλε το τέλος με την βεβαιότητα ότι θα εισπράξει και την απαίτησή του. Θα υπήρχε δηλαδή μια μορφή ανταποδοτικότητας, στην οποία οφείλει πάντοτε να αποβλέπει κάθε νομοθέτημα.

Με το άρθρο 70 του Ν. 3994/2011, το άρθρο 7 παρ. 3 του Ν.Δ. 1544/1942 αντικαταστάθηκε ως εξής : « Στο τέλος που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του Ν. ΓΠΟΗ/1912 δεν υπόκεινται οι αγωγές περί εξαλείψεως υποθήκης και προσημειώσεως, καθώς και οι περί ακυρώσεως πλειστηριασμού ».

Με το άρθρο 72 παρ. 14 (μεταβατικές διατάξεις) του ίδιου Ν. 3994/2011, ορίστηκε ότι : « Η παράγραφος 3 του άρθρου 7 του Ν.Δ. 1544/1942 εφαρμόζεται στις αγωγές που ασκούνται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου ».

Τέλος, με το άρθρο 21 παρ. 2 του Ν. 4055/2012 ορίστηκε ότι η αμέσως προηγούμενη διάταξη δεν εφαρμόζεται στις αγωγές που ασκήθηκαν ως καταψηφιστικές πριν από την έναρξη ισχύος του Ν. 3994/2011, εφόσον μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά την έναρξη ισχύος τούτου, ενώ με το άρθρο 21 παρ. 1 του ίδιου νόμου, που τροποποίησε το άρθρου 70 του Ν. 3994/2011, εισήχθησαν ελάχιστες περιπτώσεις απαλλαγής από το δικαστικό ένσημο.

Έτσι καταργήθηκε στην πράξη η δικονομική πρόβλεψη της αναγνωριστικής αγωγής και αυξήθηκε υπέρμετρα το κόστος προσφυγής στη δικαιοσύνη. Και ως γνωστό αυτή η τελευταία είναι τυφλή, οι δε δικηγόροι διάσημοι για την σιωπή τους. Που δεν είναι πλέον η σιωπή των αμνών. Άλλωστε οι δικηγορικοί σύλλογοι έχουν άλλα σημαντικά έργα να επιτελέσουν. Να κηρύξουν μια στις τόσες αποχή από τα καθήκοντά τους, όπως επιτάσσει ο επαγγελματικός συνδικαλισμός τύπου ΓΣΕΕ. Να διαφημίσουν νεοπαγείς νεοφιλελεύθερους θεσμούς και να ξεράσουν μέσα απ’ τις τάξεις τους, τους μελλοντικούς βουλευτές και υπουργούς. Αγνοώντας επιδεικτικά ότι ο πυρήνας κάθε δικαιώματος αναπτύχθηκε και προστατεύτηκε μόνον εκεί όπου υπήρχε η ομάδα, η συντεχνία, η αντίσταση.