Ζούμε την εποχή της προσφυγιάς. Μιας προσφυγιάς τόσο άγριας, που δεν έχει πια να κάνει με τη συνήθη μετακίνηση, που και ανεκτή ήταν και που μπορούσες εύκολα να την κατηγοριοποιήσεις κάτω από απολύτως εγκεκριμένες επικεφαλίδες, όπως «οικονομικοί μετανάστες», «θύματα σωματεμπορίας», «πολιτικά διωκόμενοι» κ.λ.π. Σήμερα το κύμα των προσφύγων μετέτρεψε την Ελλάδα σ’ ένα σταυροδρόμι φρίκης, που σε συνδυασμό με την περίφημη «οικονομική κρίση» οδηγεί σιγά-σιγά τη χώρα μας σε όλο και περισσότερες παραχωρήσεις και εκπτώσεις στην εθνική της κυριαρχία. Η σχεδιαζόμενη Frontex θα αποσκοπεί φαινομενικά στην βοήθεια των ελληνικών λιμενικών και άλλων αρχών στην φύλαξη των αχανών θαλασσίων συνόρων μας, αλλά ουσιαστικά θα είναι μια ξένη δύναμη σε ελληνικό έδαφος. Ήδη μπήκε στο λεξιλόγιό μας η διάκριση μεταξύ «προσφύγων» και «μεταναστών» και είναι ιστορικά επαληθευμένη η στρατηγική επέμβασης που βασίζεται στη διάκριση μεταξύ «αυτών» και των «άλλων». Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, τη ζήσαμε με τον εμφύλιο και την παρουσία χιλιάδων Βρετανών στρατιωτών, υπό το πρόσχημα της καταστολής του κομμουνιστικού κινδύνου.
Έτσι η προστασία της εθνικής κυριαρχίας γίνεται και πάλι πεδίο ιδεολογικών συγκρούσεων. Γιατί η ακροδεξιά αντιλαμβάνεται το πρόβλημα ως ένα πεδίο πλήρους καταστολής και απομάκρυνσης κάθε ξένου στοιχείου από το ελληνικό έδαφος, ενώ η δογματική αριστερά αρκείται στην καταγγελία της πολεμοκάπηλης Ευρώπης. Κάπου ανάμεσα υπάρχει η αντίληψη και η νοοτροπία της αριστεράς, ως μιας γενικώτερης κουλτούρας -περισσότερο ανθρωπιστικής παρά πολιτικής-, που ανάγει τον ξένο, τον πρόσφυγα, τον μετανάστη στο ιερό πρόσωπο της διεθνιστικής πολιτικής της προσέγγισης.
Αυτή η κουλτούρα που υπήρξε κυρίαρχη από τα χρόνια της μεταπολίτευσης και μετά, έστω και άθελά της υποβαθμίζει την έννοια του «έθνους», ως εδάφους ενιαίου πολιτισμού και άσκησης κυριαρχίας. Γι’ αυτό και η υπεράσπισή του θεωρείται συχνά ότι αποτελεί υπόθεση καπηλείας, ίσως επειδή η λέξη αποτελεί το πρώτο συνθετικό άλλων λέξεων που ξυπνούν δυσάρεστα τη συλλογική μας μνήμη. «Εθνοσωτήρες, εθνοκάθαρση, εθνοπροδότες, εθνικοφροσύνη» κ.λ.π. Έτσι όμως το έθνος εκχωρείται αβασάνιστα στη μαύρη σημαία του φασισμού, τις περισσότερες φορές με εσφαλμένες συνυποδηλώσεις.
Ας μην ξεχνάμε ότι στις μέρες μας η ευρωπαϊκή μας ταυτότητα έχει τεθεί υπό πλήρη αμφισβήτηση και ο αντιευρωπαϊσμός -ως πολιτική θέση- δεν αφορά πια μόνον το δογματικό κομμάτι της αριστεράς ή τις εξωκοινοβουλευτικές της δυνάμεις, αλλά ένα πολύ μεγαλύτερο και περισσότερο αντιπροσωπευτικό κομμάτι της κοινωνίας. Έτσι μια αριστερά (σ.σ. η κυβερνώσα) που οχυρώνεται κάθε φορά πίσω από τον όρο «ανθρωπιστική κρίση», για να ορίσει είτε την οικονομική και κοινωνική κατάσταση είτε το δράμα των προσφύγων, και που έχει απεμπολήσει το «έθνος» από το λεξιλόγιό της, δεν είναι και σε θέση να αξιώσει τον σεβασμό μιας ταυτότητας. Αν υπερασπιστείς στις μέρες μας το έθνος, θεωρείται ότι υπερασπίζεσαι μεταξύ άλλων και την επεκτατικότητα ή έστω μια επικίνδυνη αναβίωση της Μεγάλης Ιδέας.
Υπάρχει όμως ένας ήρωας του Στρατή Τσίρκα στις Ακυβέρνητες Πολιτείες, το πολιτικώτερο μυθιστόρημα της μεταπολεμικής Ελλάδας. Είναι ο Καλλίνικος Παπακαλλινίκου, που παρουσιάζεται σε δύο μόλις σελίδες του δεύτερου τόμου της τριλογίας (ΑΡΙΑΓΝΗ σελ. 308-310, ΚΕΔΡΟΣ 19η εκδ.), αυτός που έχει το παρατσούκλι Αβδουλμετζήτ κι ένα σταυρό κρυμμένο στο στήθος, απ’ το χέρι της μάνας του που τούρκεψε για να αποφύγει τις διώξεις το 1922.
Ο συγγραφέας-αφηγητής τον συναντά τον Μάιο του 1943 στο ελληνικό στρατόπεδο στο Χαλέπι της Συρίας και τον ρωτάει από πού είναι και πού οφείλεται το παρατσούκλι του.
«Από την Έδεσσα την Οσροηνή, την Ούρφα, τα Σαμόσατα του Λουκιανού…», απαντάει αυτός. Και στη συνέχεια αφηγείται πώς περπάτησε μόνος του από τα Σαμόσατα στον Ευφράτη και πώς διέσχισε την έρημο της Συρίας, για να ενωθεί τελικά με τον ελληνικό στρατό στο Χαλέπι. Μόνος σου; τον ρωτάει ο συγγραφέας.
«Μόνος μου, τζάνεμ. Να μην το σκέφτεσαι καθόλου. Όταν έχεις μέσα σου το φως δεν σε σταματάει κανένας. Και το φως το έχουμε, δεν το έχουμε ;».
Και ο συγγραφέας αναρωτιέται :
«Τι Κούναξα, τι Κομμαγηνή, τι Ζεύγα, τι Γαυγάμηλα, τι Άρβηλα, τι Σελεύκειες, τι Απάμειες … Μιλούσε κι οι αιώνες καβαλλίκευαν πίσω μπρος, ολόκληρος ο ελληνικός κόσμος ένα κουβάρι».
Και στη συνέχεια τον ρωτάει :
«Έχει κι άλλους Έλληνες στα μέρη σας ;»
«Έχει… Μα δεν μιλάνε. Περιμένουν».
Και ο συγγραφέας σχολιάζει :
«Πού με πήγαινε αυτός ο παραμυθάς. Γιατί το «έχει», όπως το είπε, να μου φέρνει δάκρυα. Μα τι έπρεπε να γίνουν τέλος πάντων όσοι λέγονταν Αβδουλμετζήτ και περίμεναν ; Τίποτα. Είχαμε γιατρευτεί από τις χίμαιρες. Εκεί στην Ελλάδα βρισκόταν η λύση. Μόνο να λευτερωθεί, μόνο να μας αφήσουν να ταχτοποιήσουμε όπως θέμε το σπίτι μας. Θα τους μαζεύαμε όλους τους Καλλίνικους. Ορίστε μιλάτε ελληνικά να χορτάσει η ψυχή σας, θα τούς λέγαμε. Η πορεία ήταν μια μάχη. Μια μέσα στις πολλές για να φτάσουμε στην ολοκλήρωση του Γένους».
«Είχαμε γιατρευτεί από τις χίμαιρες». Και νομίζω ότι ο Τσίρκας εννοεί ότι είχαμε γιατρευτεί απ’ τη χίμαιρα του μεγαλοϊδεατισμού, απ’ τη χίμαιρα του να ονειρευόμαστε μια Ελλάδα κληρονόμο και διάδοχο του ελληνιστικού κι ύστερα του ρωμαϊκού και του βυζαντινού κόσμου.
Και η ολοκλήρωση του Γένους ; Όλος αυτός ο διασκορπισμένος στα πέρατα της γης ελληνικός κόσμος ; Και όλος αυτός ο κόσμος από σύγχρονους Αβδουλμετζήτ, που κάποιο χέρι έκρυψε στα ρούχα τους όχι το σταυρό του Καλλίνικου, αλλά μια ευχή ή ένα μικρό κομπόδεμα ; Ξεκινούν κι αυτοί απ’ τα πέρατα της γης για τη δική τους πορεία και το πραγματικό τους όνομα είναι Αχμέτ και Μοχάμεντ και Φατμέ. Και η Ελλάδα μια μητρόπολη της προσφυγιάς. Που συνωστίζει στα σύνορά της τους «πρόσφυγες» και τους «μετανάστες», χωρίς να βοηθάει κανέναν. Και που -ως υποτελής- δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει ούτε καν το πλεονέκτημα της γεωγραφικής της θέσης ανάμεσα στα πολεμικά μέτωπα της Ανατολής και την Δυτική βαρβαρότητα, για να αποκομίσει έστω το στοιχειώδες κέρδος μιας ανακούφισης για όλους τους δοκιμαζόμενους, και τους πολίτες της και τους ξένους. Όσο για τη λέξη έθνος, αυτή είναι για πάντα εξορισμένη από το πολιτικώς ορθό λεξιλόγιο, απαγορευμένη από τον καπιταλιστικό θεό και τον επί γης εκπρόσωπό του, το υπερκράτος των Βρυξελλών δηλαδή.
Εξακολουθεί να με συγκινεί ο Τσίρκας. Μέσα σε λίγες φράσεις, το έθνος, το γένος, γίνονται ξανά κομμάτι της ταυτότητάς μας. Δεν θέλουμε τίποτα άλλο εμείς οι Έλληνες. Να ελευθερωθούμε, να μας αφήσουν να τακτοποιήσουμε το σπίτι μας. Εμείς οι Εθνικοί. Που δεν λησμονήσαμε ποτέ να τιμούμε όλους τους θεούς. Από λύπη για τη μοναξιά των μαρμάρινων αγαλμάτων τους.