Ο Φάουστ, ο Ησαύ, ο Δον Κιχώτης, ακόμα κι ο Ροσινάντης…

Ο Φάουστ είναι ο ήρωας της γερμανικής μυθολογίας που πούλησε την ψυχή του στο διάβολο με αντάλλαγμα την νεότητα, αυτός που ενέπνευσε την παγκόσμια λογοτεχνία, το θέατρο και τον κινηματογράφο με πολλές μεταφορές. Ο ίδιος ο μύθος είναι μια μεταφορά για το τίμημα και το απόκτημα, γι’ αυτό που εξαγοράζει και γι’ αυτό που εξαγοράζεται. Ξαναβρίσκουμε κάτω απ’ το πανωφόρι του Φάουστ την προβιά του βιβλικού Ησαύ, και την προθυμία να κορεστεί μια επιθυμία με κάθε τίμημα.

Ξαναβρίσκουμε ουσιαστικά την απληστία κάθε συναλλαγής. Η ανταλλαγή των «πρωτοτοκίων» για ένα «πινάκιο φακής» εκ μέρους του Ιακώβ και η ανταλλαγή της «ψυχής» για την «νεότητα» εκ μέρους του Μεφιστοφελή είναι ο ορισμός της απληστίας, αφού πρόκειται για μια παντελώς άνιση συναλλαγή. Αλλά απληστία είναι και η πέρα απ’ τη λογική επιθυμία του Φάουστ για επιστροφή στη νεότητα και η πρωτόγονη πείνα του Ησαύ για ένα «πινάκιο φακής». Απλώς στη δεύτερη περίπτωση η απληστία της προσωρινότητας μοιάζει να έχει τα χαρακτηριστικά της ανάγκης.

Ο θεός των Εβραίων αντάμειψε εντούτοις τον ληστρικό Ιακώβ. Άγγελοι, οράματα και υπερφυσικά σημάδια ανέλαβαν να τον δικαιώσουν και να τον καταστήσουν πατριάρχη της φυλής του. Ο Ησαύ πάλι, που ενέδωσε στην ανάγκη, χάνεται στα βάθη της ιστορίας. Αναμφίβολα θα ήταν κι αυτός πατριάρχης της δικής του φυλής, ίσως ο συμβολικός πατριάρχης όλων των σύγχρονων εξαθλιωμένων που είναι πρόθυμοι να πουλήσουν τα πάντα για ένα πιάτο φαΐ.

Ούτε όμως και ο Φάουστ είχε καλύτερη τύχη. Η απώλεια της ψυχής του καταγράφηκε ως θριαμβευτική νίκη του Μεφιστοφελή και το επιμύθιο ήταν σαφές και απλό. «Ποτέ μη ζητάς απ’ το διάβολο αυτό που δεν μπορείς να ζητήσεις απ’ το θεό». Ποτέ, δηλαδή, μην ζητάς το ακατόρθωτο.

Ο Δον Κιχώτης απ’ την άλλη ζητούσε μόνον το ακατόρθωτο. Σκιαμαχίες, ξιφουλκήματα με ανεμόμυλους, γελοίοι έρωτες, η καρικατούρα του γερασμένου ιππότη έφιππου στο ψωράλογό του το Ροσινάντη, είναι ό,τι μάς παραδόθηκε απ’ τη γραφίδα του Θερβάντες. Όμως ο Δον Κιχώτης πέρασε στη συνείδησή μας σαν ένας μύθος αστειότητας που μπορεί εντούτοις να περιλάβει και το όραμα, σαν μια μεθοδολογία ενάντια στην πραγματικότητα, και ο δονκιχωτισμός έγινε μια ιδέα και μια λέξη που την αναγνωρίζει ως ορθή ακόμα και η τεχνοκρατική ορθογραφία των υπολογιστών.

Καταγράφεται χωρίς τη γνωστή κόκκινη υπογράμμιση των άγνωστων λέξεων αν και υπονομεύει το λογισμικό τους με το εμπρηστικό της περιεχόμενο. Επειδή νομίζουν ότι ο δονκιχωτισμός είναι μονάχα μια ακίνδυνη λέξη για τους ακίνδυνους ιδεαλιστές. Που όμως βρήκε τη θέση της στην πραγματικότητα, στην ίδια τη χώρα του Θερβάντες, με το μεγαλύτερο αναρχικό κίνημα που κατέγραψε η σύγχρονη ιστορία.

Και δεν είναι ίσως τυχαίο ότι, μέσα στη δίνη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Αλμπέρ Καμύ έγραψε τα Τέσσερα Γράμματα σ’ ένα Γερμανό φίλο. Απευθύνεται στον φανταστικό Γερμανό φίλο που βρίσκεται στην άλλη όχθη, υπερασπιζόμενος τον ολοκληρωτισμό και την ένωση της καθημαγμένης Ευρώπης υπό το γερμανικό σκήπτρο. Σε ένα από τα γράμματα θέτει ένα υποθετικό ερώτημα : Μπορεί ο Φάουστ να νικήσει το Δον Κιχώτη; Και απαντά : Στην τέχνη δεν υπάρχουν νικητές και ηττημένοι και η τέχνη δεν υπάρχει για να μιλήσει ο «νικητής» με τη γλώσσα της αλαζονείας. Γιατί η τέχνη, όπως και η ζωή, έχουν ανάγκη από την ανάσα της πίστης, της ελπίδας, του οράματος.

Εμείς στη χώρα μας ζήσαμε όλους τους μύθους. Σαν τον Ησαύ πουλήσαμε τα πρωτοτόκια ενός πολιτισμού αντί πινακίου φακής και σαν τον Δον Κιχώτη ονειρευτήκαμε το ανέφικτο. Μόνον ο Φάουστ παίζει μόνος του, εξαγορασμένος από τον Μεφιστοφελή και τελικά ταυτισμένος για πάντα μαζί του. Γερμανικός ο μύθος, ευρωπαϊκή η πραγματικότητα. Κάθε φορά που προσπαθώ να συντάξω τη φορολογική μου δήλωση είναι αυτός που προβάλλει τη δαιμονική του νίκη πάνω στη λογική, αυτός που κάνει τον φόρο μεγαλύτερο απ’ το εισόδημα, τις ασφαλιστικές εισφορές μεγαλύτερες απ’ τη σύνταξη, αυτός που ληστεύει τον κόπο σου και τελικά την ψυχή σου.

Φαίνεται ότι τελικά νίκησε ο Φάουστ. Και ο Δον Κιχώτης; Είναι μονάχα μια παραβολή για το αδύνατο που το σαρώνει η πραγματικότητα; Η λογική μου λέει ναι, όχι όμως και η μεταφυσική της ελπίδας. Και ονειρεύομαι την στιγμή που ο δονκιχωτισμός θα ξαναγίνει μια επικίνδυνη λέξη.